Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

ΔΕΝ ΜΕ ΧΩΡΑΕΙ ΕΜΕΝΑ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΑΣ!


Να μία ακόμα από τις φωτογραφίες που με κάνουν να γεννώ φανταστικές ιστορίες. Εδώ, σαν να βλέπω τον τόπο μου. Την πόλη, το χωριό μου, τη γειτονιά μου. Κάποτε, μου άρεσε ο στίχος του Σαββόπουλου όταν, τραγουδώντας για τα «άθλια χωριουδάκια» και την «ασυνάρτητη επαρχία», κατέληγε στην παραδοχή ότι «όλα είναι τόσο τρομαγμένα μα τ’ αγαπάω ο φτωχός» Όχι πια! Τα σιχαίνομαι τώρα. Μ’ έχει συντρίψει αυτή η ωραιοποίηση της μιζέριας και της ασχήμιας. Και πιο πολύ ακόμα, με αηδιάζει ο εαυτός μου που δεν αντιδρά. Η παράνομη καλύβα. Το αγνώστου αντικειμένου φορτηγό που άραξε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Τα μηχανήματα στο βάθος. Εκσκαφείς είναι; Γερανοί; Τρακτέρ; Σκοτίστηκα! Θα μπορούσαν να ήταν και Μερσεντές, και Καγιέν, και Τογιότα Κρούζερ, και ταξί, και διπλοκάμπινα, απορριμματοφόρα του Δήμου, υπηρεσιακό της ΔΕΗ, καινούργια νεκροφόρα. Όλα μέσα. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτή είναι η δική μου γειτονιά. Πείτε την Κηφισιά, πείτε τη Γλυφάδα, Κολωνάκι, Μπουρνάζι, Καστέλα, Χαλάνδρι, Ανθούσα, πείτε την όπως στο διάολο θέλετε! Την αναγνωρίζω από το πεζοδρόμιο που έχει τροποποιηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να «μαζέψει» πιο πολύ, και να δώσει περισσότερο χώρο στον δρόμο, στην οδό, στη λεωφόρο. Ο πεζός περιθωριοποιείται εδώ. Ο «γιωταχής» κι΄ ο μηχανόβιος κερδίζουν άπλα, μέρα με τη μέρα. Κι αν δεν τους τη χαρίζουν, την παίρνουν μόνοι τους. 

Δείτε τι γίνεται στους πεζόδρομους… Η διαρκής ανακατασκευή των πεζοδρομίων είναι σίγουρα φράγκα στις τσέπες πολλών δημοτικών αρχόντων, που μοιράζονται την μπίζνα με εκείνους στους οποίους την αναθέτουν. Δεν έχει πολύ καιρό που τοποθέτησαν αυτά τα άθλια κυματοειδή πλακάκια. Είναι αντιπροσωπευτικά του γούστου του δικού μας Δημάρχου. Έχει το ίδιο σχέδιο σε σακάκι. Τον λένε Λέανδρο. Τα πλακάκια αυτά είναι πιο ακριβά από τα συνηθισμένα. Η καινοτομία πληρώνεται καλά. Συχνά μιλούσε γι’ αυτήν ο Γιωργάκης, έτσι δεν είναι; Προσθέτουν μία μ…. στο απλό κι απέριττο, τ’ ονομάζουν ντιζάιν, και στο χρεώνουν όσα θέλουν. Τα δέντρα στο πεζοδρόμιο, τα έχουν στριμώξει όσο δεν πάει άλλο. Η νεραντζιά μπροστά απ’ το δικό μου υποστατικό δεν έχει ούτε αυτό το μισό τετραγωνικό «αέρα». Ο κορμός του εφάπτεται στις πλάκες. Ποτίζεται απ’ τις χαραμάδες, και μεγαλώνει με την ευλογία του Θεού. Κάποτε, ο κύριος Λέανδρος είπε στους κηπουρούς του Δήμου να περιφράξουν τον ελάχιστο χώρο των δέντρων «με μια ωραία, ξύλινη κατασκευή». Για ποιον λόγο, δεν γνωρίζω. Πάει ο νους μου στον αισθητικό λόγο δηλαδή, αλλά δεν μπορώ να πιστέψω ότι είναι τόσο μ..... Ένας φίλος, τον οποίο παίδεψα πολύ με την ανόητη αυτήν απορία μου, μου είπε πως μάλλον θα βγήκαν φράγκα και από αυτήν την «ξύλινη μάντρα» της συμφοράς. Μια μέρα, όμως, πέτυχα έναν από τους κηπουρούς του Δήμου, και μου έλυσε οριστικά την απορία: «Για να μεγαλώσουν ίσια τα δέντρα. Να είναι ευθυτενή. Να μην ξεφεύγουν». 

Έτσι ακριβώς…Αλλά, για δες μεγαλείο όμως το δικό μου δεντράκι! Δες που απόκαμε από την άθλια περίφραξη, δες που ούτε το πλαστικό κυπελλάκι που παράτησε εκεί κάποιος (Ο Δήμαρχος λες; Ή μήπως ο νεκροθάφτης;) δεν άντεξε, και άρχισε να κάνει αυτό ακριβώς που φοβόταν ο κηπουρός: δηλαδή να ξεφεύγει! «Δεν με χωράει εμένα το σύστημά σας», το άκουσα ένα βράδυ να λέει, καθώς τέντωνε ακόμα περισσότερο το κορμί του για να βγει από κει. Να λευτερωθεί. Κάθισα στην άκρη παραπέρα, και ρούφηξα όλον τον σπαρακτικό μονόλογό του: «Δεν μπορώ άλλο να κοιτάζω γύρω και να βλέπω το κωλοφορτηγό σταθμευμένο εκεί που κάποτε ήταν η φίλη μου η ελιά. Δεν αντέχω να βλέπω κάτω αυτό το ελάχιστο τετραγωνάκι ζωής που περιόρισαν για μένα. Τρελαίνομαι που ζω σ’ ένα πεζοδρόμιο άθλιας αισθητικής, όπου δεν περνάει πια ψυχή ανθρώπινη (κάποιος να περπατά, ένα παιδί να τρέχει, δυο φίλες να κάνουν βόλτα, να μιλούν και να γελάνε), και όμως το πέρασαν και αυτό στο χαράτσι. Πλήρωσε και συ δέντρο, με πρόσταξαν. Και κάτσε όρθιος. Μα πώς να ισιώσω όμως όταν τόσο έχει λυγίσει η ψυχή μου απ’ όλα ετούτα τα βάρη; Θα κάνω ό,τι μπορώ να ξεφύγω. Κι αν δεν τα καταφέρω, τουλάχιστον δεν θα πεθάνω όρθιος! 

Θα πέσω και θα ξαπλώσω φαρδύς-πλατύς σ’ όλο το πεζοδρόμιο, να ‘ρθουν να με μαζέψουν, να με κόψουν κομμάτια για το τζάκι τους, ό,τι περισσέψει να το βάλουν στη νεκροφόρα, να με σκορπίσουν. Πού ξέρεις; Ή καπνός θα γίνω, ή ρίζα καινούργια να φυτρώσω ξανά. Εδώ, στο πεζοδρόμιο, με μισό τετραγωνικό οικόπεδο αυλή με γελοία πλακάκια, και περίφραξη ρουστίκ, εγώ δεν μένω. Αν λείπω αύριο, μη μ’ αναζητήσετε. Να με θυμάστε μόνο. Αυτό θέλω από σας τους λίγους που με ξέρετε χρόνια».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου