Σάββατο 26 Απριλίου 2014

Η ΘΡΑΚΗ ΜΑΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝΕΙ


Οι κοινωνικές επιστήμες διαφέρουν από τις θετικές, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν έχουν μεθοδολογία, τρόπο ανάλυσης και επαλήθευσης. Πολλές φορές οι κοινωνικοί επιστήμονες ασχολούνται με θέματα που έχουν ιστορική βαρύτητα ή θεωρούνται «ευαίσθητα», αποδομούν βεβαιότητες και, κυρίως, προτείνουν άλλα μοντέλα ανάλυσης του παρελθόντος και του παρόντος από αυτά των δελτίων ειδήσεων και των πρωτοσέλιδων. Παρά τις επιμέρους διαφορές τους, όσοι τουλάχιστον δεν ασκούν «εθνική επιστήμη», συνήθως συναινούν σε μερικές θεμελιώδεις παραδοχές. Για το μειονοτικό ζήτημα της Θράκης, οι γενικές παραδοχές μπορούν να συνοψιστούν στα παρακάτω:

- Οι στάσεις των εθνικών μειονοτήτων μας έχουν δείξει ότι αυτές δεν άγονται και φέρονται από τη μητέρα-πατρίδα. Αντίθετα, συμμαχούν μ' αυτήν για την προάσπιση των συμφερόντων τους, αναπτύσσσουν δικές τους πολιτικές ή και συγκρούονται. Ένα επίκαιρο παράδειγμα: ποτέ η ελληνική μειονότητα στην Αλβανία δεν ακολούθησε τυφλά την προτροπή (και όχι μόνο) για υπερψήφιση του μειονοτικού κόμματος - ανάλογα με τη συγκυρία έκανε τις επιλογές της.

- Η μειονότητα της Θράκης συνιστά μια τυπική εθνική μειονότητα των Βαλκανίων, εν προκειμένω τουρκική. Οι βαλκάνιοι μουσουλμάνοι που βρέθηκαν στα χριστιανικά κράτη μετά το 1913, δεν είχαν οι περισσότεροι αναπτύξει εθνική ταυτότητα. Αυτό έγινε σταδιακά από τη δεκαετία του 1920, και σε ελάσσονες περιπτώσεις εξελίσσεται και στις μέρες μας.

- Το οθωμανικό-βαλκανικό εθνικό μοντέλο, δηλαδή την ένταξη ή τον αποκλεισμό από ένα έθνος λόγω θρησκείας, ακολουθήσαν στις περισσότερες περιπτώσεις και οι διάφορες μειονοτικές μουσουλμανικές ομάδες κατά τη συγκρότηση της εθνικής τους ταυτότητας. Η γλώσσα δεν αποτέλεσε ποτέ, εκτός της Αλβανίας, καθοριστικό κριτήριο ένταξης σε μια εθνική κοινότητα. Σε αυτή τη βάση άλλωστε έγινε και η ελληνοτουρκική και η ελληνοβουλγαρική ανταλλαγή πληθυσμών. Μέχρι και σήμερα, έτσι συνήθως κατατάσσονται οι πληθυσμιακές ομάδες στα Βαλκάνια.

- Κάποιοι θεωρούν ότι οι ελληνικές πολιτικές σκληρών διακρίσεων στη Θράκη επιτάχυναν την εξέλιξη προς την τουρκική ταυτότητα της μειονότητας. Άλλοι, όπως ο γράφων, αποδίδουν μικρότερη σημασία σε αυτές, καθώς επρόκειτο για μια διαδικασία που είχε ξεκινήσει από τον Μεσοπόλεμο και ήδη τη δεκαετία του 1950 είχε διανύσει σημαντική απόσταση.

- Δεν υπήρχε απουσία ελληνικής πολιτικής στη Θράκη. Υπήρχε συγκροτημένη και στοχευμένη πολιτική με τρεις άξονες, τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1950: α. Διακρίσεις και συνεχείς οχλήσεις, ώστε να μεταναστεύσουν όσο γίνεται περισσότεροι β. Διάσπαση της μειονότητας σε νεωτεριστές και «παλαιομουσουλμάνους» γ. Ειδική πολιτική απέναντι στους Πομάκους, ώστε να μην ταυτιστούν με τον τουρκικό εθνικισμό. Μόνο ο πρώτος άξονας είχε επιτυχή έκβαση.

Ειδικότερα:

- Οι μικρότερες εθνοτικές ομάδες που βρέθηκαν στα βαλκανικά κράτη, ακολούθησαν το μοντέλο ένταξης σε εθνική κοινότητα με βάση το θρήσκευμα. Η εθνοτική ομάδων των σλαβόφωνων μουσουλμάνων (Πομάκων) στην Ελλάδα είναι ένα κλασσικό παράδειγμα. Άλλα είναι πιο σύνθετα: οι αλβανόφωνοι ορθόδοξοι της πρώην Γιουγκοσλαβίας αυτοπροσδιορίζονται ως Σέρβοι, καθώς η αλβανική ταυτότητα εκεί σχετίστηκε με το Ισλάμ. Αυτό δεν αναιρεί «ταυτοτικές αποκλίσεις», είτε με κρατική «στήριξη», είτε χωρίς. Όπως η εθνική ταυτότητα δεν είναι κάτι ομοιόμορφο και μονολιθικό, το ίδιο δεν είναι και η μειονοτική (εθνική) ταυτότητα.

- Οι Ρομά των Βαλκανίων δεν αποτελούν μια ιδεατή και ενιαία ομάδα. Σε σημαντικό βαθμό και αυτοί ακολούθησαν την πεπατημένη της ένταξης ή της συγκόλλησης σε κυρίαρχες ομάδες με βάση το θρήσκευμα. Στα Βαλκάνια οι εδραίοι (μη μετακινούμενοι) τουρκόφωνοι «Γύφτοι/Τσιγγάνοι» ταυτίστηκαν με την τουρκική μειονοτική ομάδα.

-Στη Θράκη, όσοι ετεροπροσδιορίζονται ως Κατσίβελοι/Γύφτοι στα ελληνικά, ή çingene στα τουρκικά, είναι στην πλειοψηφία τους εδραίοι και τουρκόφωνοι. Η τουρκική είναι η μητρική τους γλώσσα, όχι πρόσφατα, αλλά όσο παλαιά πηγαίνουν οι γνώσεις μας. Υπάρχουν 5 εγκαταστάσεις που μιλάνε ρομανί. Το Δροσερό, ρομανί-φωνη εγκατάσταση, καθώς και τρεις-τέσσερις άλλες, τουρκόφωνες και ρομανί-φωνες, είναι όσες πληρούν τις στερεοτυπικές αντιλήψεις περί Ρομά.

- Η Τουρκία δεν ασχολήθηκε με τους Ρομά, καθώς τόσο η ίδια η μειονότητα, αλλά κυρίως η τουρκική εξωτερική πολιτική, ήταν αρνητική απέναντι στους βαλκάνιους μουσουλμάνους Ρομά (τουρκόφωνους και μη). Ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός για αυτές τις κοινότητες ξεκινά ουσιαστικά τη δεκαετία του 1980, και εντείνεται μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2000, οπότε και σταδιακά ατονεί.

- Το Δροσερό, για διάφορους λόγους, αποτέλεσε εμβληματικό χώρο άσκησης των ελληνικών πολιτικών. Αυτές ασκούνταν, ειδικά τη δεκαετία του 2000, μέσω εξωθεσμικής χρηματοδότησης, είτε από τα ειδικά κονδύλια του ΥΠΕΞ, είτε από διάφορους ιδιώτες. Σχετίστηκαν κυρίως με τη σχολική εκπαίδευση και άλλες δραστηριότητες και την παροχή επιδομάτων, ίσως στην πιο εξαθλιωμένη ομάδα της Θράκης. Ο σύλλογος, στον οποίο ήταν πρόεδρος η Σαμπιχά Σουλεϊμάν, ταυτίστηκε με αυτές τις πολιτικές καθώς η τελευταία ήταν η συνομιλήτρια της αρμόδιας υπηρεσίας του ΥΠΕΞ στη Θράκη και ενεργή στην υλοποίηση αυτών των πολιτικών. Τα τελευταία χρόνια η πολιτική του ΥΠΕΞ απέναντι στο Δροσερό άλλαξε και ατόνησε σημαντικά ή σταμάτησε η χρηματοδότηση. Δεν γνωρίζουμε τους λόγους αυτής της αλλαγής. Για τους άλλους οικισμούς που είχαν ασκηθεί τέτοιες πολιτικές μπορούμε να υποθέσουμε ότι απέτυχαν ως προς τους στόχους ή θεωρήθηκαν τα οφέλη μικρά σε σχέση με το κόστος.

- Ο σύλλογος του Δροσερού όλα αυτά τα χρόνια δεν προχώρησε σε καμία θεσμική διεκδίκηση ή ενέργεια σχετικά με την ρόμικη ταυτότητα και τη ρομανί γλώσσα.

- Γνωρίζουμε ότι όσο διαρκούσαν οι χρηματοδοτήσεις, βοήθησαν, λίγο ή πολύ, στη φοίτηση περισσότερων παιδιών σε σχολείο και τη μείωση της σχολικής διαρροής.

Η λειτουργία και η κυριαρχία ελληνικών και τουρκικών παρακρατικών μηχανισμών στη Θράκη, μετά το 1990 και την έναρξη από την κυβέρνηση Μητσοτάκη της πολιτικής της «ισονομίας-ισοπολιτείας», σταδιακά αποδυναμωνόταν. Η περίπτωση του Δροσερού αποτελεί μία από τις σημαντικότερες εμφανίσεις παραπολιτικών, με μυστικά κονδύλια, αδιαφανείς διαδικασίες, εξωθεσμικά σχολεία κ.λπ. Από πολλούς ανακύπτει το ερώτημα: τι πειράζει αφού ήταν για καλό μιας εξαθλιωμένης ομάδας και ενάντια στον τουρκικό εθνικισμό;

Η απάνηση είναι σαφώς πολιτική: Όσοι πιστεύουν και θέλουν να ζουν σε ένα κράτος που δεν ασκεί πολιτικές παρακράτους, δεν σπονσονάρει μια εξαθλιωμένη κοινότητα και εγκαταλείπει εκατοντάδες άλλες, οφείλουν να υπερασπίσουν τα στοιχειώδη. Η υποψηφιότητα αυτή δεν σχετίζεται με το πρόσωπο, σχετίζεται με το ότι συμβολίζει την αποδοχή πολιτικών που θεωρούσαμε θαμμένες, είτε αφορούν μειονοτικούς, είτε ύποπτους για μειονοτικούς -και εννοώ εκτός Θράκης-, είτε, γιατί όχι, όσους έχουν άλλες αντιλήψεις από τις κυρίαρχες για την άσκηση πολιτικών σε ζητήματα που χαρακτηρίζονται «εθνικά» και ίσως και άλλους. Με αυτή την οπτική, το ζήτημα δεν αφορά τον «αριστερό» ΣΥΡΙΖΑ, αφορά όλα τα κόμματα, ή τουλάχιστον όσα πιστεύουν στην αστική φιλελεύθερη δημοκρατία.

Στη Θράκη μετά το 1990, την άρση των διακρίσεων και τη σιωπηρή και εν τοις πράγμασι αποδοχή της μειονότητας ως εθνικής, δημιουργήθηκε μια άλλη πραγματικότητα, την οποία δύσκολα θα βρεθεί πλειονοτικός και μειονοτικός να αμφισβητήσει. Η κινδυνολογία για τη Θράκη, στηρίζεται στην επιχειρηματολογία των υποχωρήσεων, στην οποία η μέγιστη υποχώρηση-προδοσία είναι η αποδοχή της ως εθνικής μειονότητας. Ευτυχώς για τη χώρα και τη Θράκη, το πολιτικό σύστημα κατάλαβε το 1990 ότι ήταν οι πολιτικές που ασκούσε που κινδύνευσαν, για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση των κινδυνολογούντων, να καταστήσουν τη Θράκη «Κόσοβο».

Θα προκαλούσα λοιπόν τους ανησυχούντες και λαλίστατους, πολιτικούς και ΜΜΕ, να ψάξουν το ηχητικό και οπτικό υλικό, που υπάρχει, από την περίοδο 1988-1990, να το δούνε, να μας το δείξουν και μας και ας αποφασίσουμε από τι και από ποιους κινδυνεύσαμε ή κινδυνεύουμε, ή κατά την τρέχουσα ορολογία «ποιος άσκησε εθνική πολιτική».  Όσοι τα ζήσαμε, ανατριχιάζουμε και στη σκέψη μόνο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου