Κυριακή 13 Απριλίου 2014

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΕΝΟΣ ΠΑΙΔΙΟΥ


Το να πιεις έναν καφέ στο μεσημεριανό διάλειμμα, μία ανοιξιάτικη μέρα σαν αυτές, είναι μονόδρομος, για να μην πω χρέος. Χρέος γιατί είσαι Έλληνας και ξέρεις να απολαμβάνεις στο έπακρο τον ήλιο που σου χαρίστηκε πίνοντας φραπέ-γλυκό-γάλα. Σήμερα από το τραπεζάκι πέρασε ένα παιδί, εφτά-οχτώ χρόνων. Πουλούσε χαρτομάντιλα ή, τουλάχιστον, αυτά κατάφερα να συγκρατήσω από το καλάθι, αφού από την πρώτη στιγμή με κέρδισαν τα γαλανά του ματάκια. Καταγάλανα σαν τον ουρανό.
                                            
Για του λόγου το αληθές τα μάτια του ήταν γαλανά και θλιμμένα. Έκανα ό,τι κάνω πάντα, προσέφερα ένα κομμάτι brownies, από αυτά που σερβίρονται στα μαγαζιά μαζί με τον καφέ, παραμυθιάζοντας τον εαυτό μου ότι «κάτι» έκανα. «Όχι», λέει θυμωμένο. Γιατί να πει όχι, ένα παιδί εφτά χρόνων, στο πιο δελεαστικό brownie της πόλης; Δυσκολεύομαι να το συλλάβω και φάνηκε κάπως σκληρό, αν κρίνω από τον δικό μου εσωτερικό γολγοθά κάθε φορά που το σοκολατένιο brownie εισβάλει στο οπτικό μου πεδίο, σχεδόν σατανικά. 

Επιμένω, «δοκίμασέ το είναι πολύ ωραίο». Πάλι "όχι", πιο κατηγορηματικά. «Πώς σε λένε;». Σαν να ηρέμησε λίγο, τώρα που τα παράτησα με το brownie. «Αντρέα». Απλώνω το χέρι μου σιγά-σιγά στον ώμο του, θέλοντας να διαπιστώσω κάτι. Τρομάζει. Κάνει ένα βήμα πίσω. Αυτό που ήθελα να διαπιστώσω φαίνεται ότι το διαπίστωσα με ευκολία.

-Πού είναι οι γονείς σου;
-Χωρίσανε, λέει, και είμαι με τη γιαγιά.
-Και η γιαγιά πού είναι;
-Πουλάει.
-Τα λεφτά που σου έδωσα στη γιαγιά θα τα δώσεις;
-Όχι, είναι για το σχολείο.

Αυτή τη φορά δεν μπόρεσα να δω τα μάτια του επειδή όσο έδινε τις απαντήσεις κοιτούσε κάτω. Η ώρα ήταν τρεις και τα παιδιά που πηγαίνουν σχολείο είχαν σχολάσει. Κάτι μου λέει πως ο μικρός ξεκίνησε από πριν το σχόλασμα, από πολύ νωρίς. Και κάτι μου λέει πως το θυμωμένο "όχι" και η έντρομη κίνησή του αντανακλαστικά, με μόνο το σήκωμα ενός χεριού, συνδέονται με έναν μαγικό τρόπο. Πέρα από τις εικασίες και τα σενάρια, το τι συμβαίνει σε εκείνη την παράλληλη πραγματικότητα μέσα στην οποία ζει ο Αντρέας, δεν θέλω να το ξέρω. 

Δεν είναι αδιαφορία, αλλά η τεχνική του να απωθεί κανείς ό,τι δυσάρεστο δεν αντέχει. Να το σβήνει. Το ερώτημα ωστόσο παραμένει και είναι το ποιος είναι δίπλα σε αυτά τα παιδιά. Η στίξη δεν ακολουθεί την ερώτηση, έχω επιφυλάξεις κατά πόσο υπάρχει απάντηση. Ο Αντρέας περιπλανιέται ακόμα στον δρόμο και, το χειρότερο, ακόμα τρομάζει.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου