Τρίτη 6 Μαΐου 2014

H AΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο η κομμουνιστική Αριστερά έπαιξε πρωτοποριακό ρόλο στο θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων για τα δεινά που είχε υποστεί η Ελλάδα από τη ναζιστική Γερμανία. Η ΕΔΑ παλαιότερα, το ΚΚΕ και ο Συνασπισμός αργότερα και το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα -με άρθρα, δηλώσεις και παρεμβάσεις στη Βουλή- προσπαθούν με κάθε τρόπο να διατηρήσουν το θέμα ανοικτό.

Όμως, ποιος ήταν ο λόγος για τον οποίο η Αριστερά πρωτοστατούσε σε αυτό το θέμα; Ήταν το κίνητρό της το «ηθικό επίταγμα» της αποζημίωσης ατόμων που είχαν υποστεί πρωτοφανή δεινά και αδικίες; Ή, αντίθετα, οι πρωτοβουλίες της αποτελούσαν απλά μέρος μιας κυνικής στρατηγικής που στόχευε στην υπονόμευση των σχέσεων της Ελλάδας όχι μόνο με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΟΔΓ), αλλά και γενικότερα με το ΝΑΤΟ;

Η απάντηση ότι η πολιτική της Αριστεράς ανταποκρινόταν σε ένα ηθικό επίταγμα δεν είναι καθόλου πειστική. Διότι αυτή η απάντηση δεν μπορεί να εξηγήσει ένα απλό γεγονός: Ότι ποτέ η Αριστερά δεν έθεσε θέμα αποζημιώσεων στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας (ΛΔΓ) αλλά πάντοτε και μόνο στην ΟΔΓ. Δεν έχει υπάρξει ούτε μία δήλωση ή άρθρο στελέχους της Αριστεράς σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο πού να θέτει το θέμα των αποζημιώσεων ως υποχρέωση και της κομμουνιστικής ΛΔΓ. Πάντοτε ο ένας και μοναδικός στόχος ήταν η δημοκρατική ΟΔΓ.

Το φαινόμενο αυτό είναι, εκ πρώτης όψεως, ανεξήγητο. Διότι αν υποθέσουμε ότι για τα εγκλήματα των Ναζί φέρει κάποια συλλογική ευθύνη το γερμανικό έθνος τότε είναι αδύνατον να κατανοήσει κανείς πως αυτή η συλλογική ευθύνη σταματάει στα σύνορα που χωρίζουν την Ανατολική με τη Δυτική Γερμανία. Ούτε υπάρχει καμία ένδειξη ότι εκείνοι πού διέπραξαν τις καταστροφές προέρχονταν μόνο από τη Δυτική Γερμανία...

Ας προσέξουμε εδώ: Είναι γεγονός ότι και οι κεντροδεξιές πολιτικές δυνάμεις που ασκούσαν την εξουσία στην Ελλάδα δεν έθεσαν θέμα αποζημιώσεων στη ΛΔΓ. Αλλά ο λόγος εδώ ήταν τελείως διαφορετικός: Αυτές οι κυβερνήσεις δεν αναγνώριζαν την ύπαρξη της ΛΔΓ ως κράτους άρα δεν μπορούσαν να θέσουν για λόγους ρεάλ πολιτίκ ένα τέτοιο αίτημα. Όμως με την Αριστερά το θέμα ήταν τελείως διαφορετικό. Στον βαθμό που το αφήγημα της Αριστεράς εδραζόταν σε πυλώνες ηθικής και δικαίου (και όχι ρεάλ πολιτίκ) δεν υπήρχε τίποτα που να την εμπόδιζε να συμπεριλάβει και τη ΛΔΓ στο αίτημά της για αποζημιώσεις.

Όμως, δεν το έπραττε. Γιατί; Οι λόγοι είναι κυρίως δύο και αμφότεροι έχουν ελάχιστη σχέση με ηθική και δίκαιο.

Ο πρώτος λόγος είναι ότι η ντόπια Αριστερά υιοθετούσε εξ ολοκλήρου την προπαγάνδα την οποία προέβαλλε η ΛΔΓ σύμφωνα με την οποία την αποκλειστική ευθύνη για τα εγκλήματα των Ναζί έφερε η ΟΔΓ. Σύμφωνα με την εκδοχή του Βερολίνου η ΛΔΓ ήταν η «αντιναζιστική» βερσιόν της Γερμανίας, ο χώρος της αντίστασης και των «ανθρώπων του μόχθου» κ.λπ. - δηλαδή, των «καλών» Γερμανών που δεν είχαν απολύτως καμία σχέση με τους Ναζί.

Ο δεύτερος και πιο ενδιαφέρων λόγος για το οποίο η Αριστερά δεν στράφηκε ποτέ να ζητήσει αποζημιώσεις από τη ΛΔΓ σχετίζεται άμεσα με τους στρατηγικούς στόχους του Βερολίνου.

Όπως επισημαίνει ο αναλυτής των Ελληνογερμανικών σχέσεων, πανεπιστημιακός Ανδρέας Στεργίου -που έχει μελετήσει εξαντλητικά τα αρχεία της Ανατολικής Γερμανίας- ο κυριότερος στόχος της ΛΔΓ μετά τον πόλεμο ήταν να σπάσει το φράγμα της διπλωματικής απομόνωσης, το οποίο της είχε επιβάλλει η ΟΔΓ:

«Επιδίωξη του κράτους αυτού, από τη στιγμή της ίδρυσής του, το 1949, ήταν να αποκτήσει διεθνή αναγνώριση και κύρος στην παγκόσμια κοινότητα εθνών, ανάλογη με αυτή που απολάμβαναν τα άλλα ανατολικά κράτη. Η διελκυστίνδα "επιδίωξη αναγνώρισης του κράτους - αποτροπή αναγνώρισής του", θα ορίσει τον κύριο άξονα άσκησης εξωτερικής πολιτικής των δύο εκπροσώπων του γερμανικού έθνους για δεκαετίες. Ο ανταγωνισμός αυτός θα προσδιορίσει όχι μόνο τις μεταξύ τους διακρατικές σχέσεις, αλλά και τις σχέσεις των άλλων κρατών με τους δυο εκπροσώπους του γερμανικού έθνους».

Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’50, εποχή έντασης του Ψυχρού Πολέμου, η Ανατολική Γερμανία έχει θέσει ως στόχο να σπάσει το φράγμα της διπλωματικής και οικονομικής απομόνωσης, που της έχουν επιβάλει η Δυτική Γερμανία και οι σύμμαχοί της στο ΝΑΤΟ. Στην προσπάθειά της αυτή να βρει κράτη, δια μέσου των οποίων, όπως αυτή πίστευε, θα ήταν δυνατό να υπερβεί την απομόνωσή της το Βερολίνο επιλέγει δύο χώρες:

Την Ισλανδία και την Ελλάδα(!).

Γράφει ο Στεργίου:

«Τα κράτη αυτά ήταν η Ισλανδία, λόγω των σημαντικών ταξιδιωτικών διευκολύνσεων που παρείχε στους διπλωμάτες της, και η Ελλάδα για μια σειρά από λόγους, όπως το τεράστιο εμπορικό της έλλειμμα, τα ισχυρά αντιδυτικά αντανακλαστικά των Ελλήνων, καθώς και γεγονός ότι οι ελληνικές Αρχές καταπατούσαν συστηματικά τους περιορισμούς του ΝΑΤΟ και της COCOM απέναντι στις Ανατολικές Χώρες».

Βασικός σύμμαχος των ανατολικογερμανικών προσπαθειών ήταν, όπως κατά λέξη αναφέρεται στα αρχεία της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, η «άνευ όρων υποστήριξη της ελληνικής Αριστεράς»: «Η Αριστερά ανέλαβε μεταξύ άλλων την "αποστολή" να εκμεταλλευθεί πολιτικά όλες τις ανοιχτές πληγές στις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Δυτικής Γερμανίας».

Το κυριότερο εδώ χαρτί που χρησιμοποιούσε η Αριστερά για να βαθύνει τις πληγές στις σχέσεις της χώρας με τη Δυτική Γερμανία ήταν το θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων:

«Όσο η Ανατολική Γερμανία δεν διατηρούσε επίσημες σχέσεις με το ελληνικό κράτος μπορούσε να υποδαυλίζει άφοβα το ζήτημα των αποζημιώσεων γνωρίζοντας ότι η ανακίνησή του θα δηλητηρίαζε τις διμερείς σχέσεις Ελλάδας - Δυτ. Γερμανίας».

Όλα λοιπόν αυτά εξηγούν γιατί ποτέ «δεν γινόταν λόγος για το μερίδιο της Ανατολικής Γερμανίας στην υπόθεση των αποζημιώσεων... Το ίδιο ίσχυε βέβαια και με τις δριμείες επιθέσεις των Αριστερών βουλευτών στο ελληνικό κοινοβούλιο ενάντια στην κυβερνητική πρακτική απέναντι στο συγκεκριμένο ζήτημα, η οποία χαρακτηριζόταν, τις περισσότερες φορές, ως δουλοπρεπής».

Όπως λοιπόν δείχνει η ιστορία των πολεμικών αποζημιώσεων, αν υπάρχει κάπου «δουλοπρέπεια» και «εξωτερική υποτέλεια», αυτή δεν βρίσκεται, όπως διατείνονται οι τροβαδούροι των Γκουλάγκ, στους χώρους της αστικής Κεντροδεξιάς, αλλά σε πιο οικείους ιδεολογικά χώρους.

Όσον αφορά την Κεντροδεξιά, το μόνο που μπορεί να της καταλογίσει κάποιος είναι μία απίστευτη ιδεολογική αποχαύνωση... Αλλά αυτό είναι μία άλλη, πονεμένη ιστορία.
 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου