Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

ΩΡΑ ΓΙΑ «ΛΙΓΟΤΕΡΗ» ΕΥΡΩΠΗ

 

«Ευτυχώς που δεν υπήρχε ίντερνετ το 1992 και έχουν χαθεί οι βλακείες που γράφαμε για το Μάαστριχτ...». Η φράση αυτή αντικατοπτρίζει την αυτοκριτική διάθεση πολλών (του υπογράφοντος συμπεριλαμβανομένου) για τη στάση που τήρησαν επί χρόνια μπροστά στην προοπτική της ευρωπαϊκής ενοποίησης: μια στάση άκριτα ευφορική, συναισθηματικά κατοχυρωμένη πίσω από το «αναπόφευκτο» των εξελίξεων και, σε ό,τι αφορά τους Έλληνες, ευρωλιγούρικη («επιτέλους, είμαστε ισότιμοι με τις ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες, έως και το ίδιο νόμισμα θα έχουμε, ενταφιάζουμε για πάντα την Ψωροκώσταινα»).

Μια στάση που απέρριπτε περιφρονητικά, αυτάρεσκα και αφ' υψηλού, τα επιχειρήματα των ευρωσκεπτικιστών (στη Βρετανία, κυρίως), όχι μόνον των λαϊκιστών ανάμεσά τους, αλλά ακόμη και εκείνων που ήταν «σοβαροί άνθρωποι», π.χ. του Συνδέσμου Βρετανικών Βιομηχανιών, που παρέθετε ορθολογικά, επιστημονικά και πάντως σίγουρα άξια συζήτησης επιχειρήματα περί διαφορετικών οικονομικών παραγωγικών δομών και κύκλων σε διάφορες χώρες που δεν θα μπορούν να λειτουργήσουν με ένα κοινό νόμισμα.

Είναι κατανοητό γιατί, ύστερα από τη μείζονα κρίση που πυροδοτήθηκε το 2008 και που στην Ελλάδα εξακολουθεί να μαίνεται, εμείς (οι λίγοι) χαιρόμαστε που δεν διασώθηκαν οι χαζοχαρούμενοι πανηγυρισμοί μας για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, που θα έκανε την ανάπτυξη και την ευημερία μια αενάως ανατροφοδοτούμενη πραγματικότητα και τη φτώχεια μια μακρινή συλλογική ανάμνηση ή ένα αξιοπερίεργο ρεπορτάζ από τον Τρίτο Κόσμο.

Η ιστορική εξέλιξη της υπόθεσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης χαρακτηρίζεται από τη σύγκρουση δύο υποδειγμάτων, όπως τα περιγράφει ο Φίλιπ Μπάγκους:

•Του κλασικού φιλελεύθερου οράματος, που εδράζεται στην αρχή της ελευθερίας και στη διασφάλιση της ελεύθερης διακίνησης αγαθών, υπηρεσιών και ιδεών μέσα σε μια Ευρώπη με ανοιχτά τα εσωτερικά της σύνορα. Σύμφωνα με αυτό το υπόδειγμα, ο ανταγωνισμός ρυθμίζει την κίνηση κεφαλαίων, εργασίας και επιχειρηματικότητας, καθώς και τις εθνικές πολιτικές (φορολογίας, κινήτρων κ.λπ.), με αποτέλεσμα να προωθείται η ανάπτυξη και να γεννάται πλούτος.

•Του σοσιαλιστικού οράματος, ιστορικού απογόνου των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών, που θέλει την Ευρώπη συγκεντρωτική, προστατευτική προς τα έξω και παρεμβατική στο εσωτερικό της, με το, εκτός δημοκρατικού πολιτικού ελέγχου, κέντρο να επιβάλλεται όλο και περισσότερο πάνω στην περιφέρεια, την κεντρική γραφειοκρατία να υποτάσσει όλο και ουσιαστικότερα τα εθνικά κράτη.

Στο πλαίσιο της ανάλυσης αυτής, που επιβεβαιώνεται και από τις εξελίξεις των τελευταίων ετών, η δημιουργία του ενιαίου νομίσματος ήταν ένα τέχνασμα των ηγετών του σοσιαλιστικού οράματος, προκειμένου να ωθήσουν εκβιαστικά την Ευρώπη σε δομές βαθύτερης ενοποίησης, παρά την καταγεγραμμένη επιφυλακτικότητα των εκλογικών σωμάτων (δημοψηφίσματα σε Γαλλία, Ολλανδία το 2005), παρά την προφανή απροθυμία των Ευρωπαίων να εγκαταλείψουν τις εθνικές τους ταυτότητες για μία κοινή ευρωπαϊκή.

Το ενιαίο νόμισμα εισήχθη πρωθύστερα, χωρίς να συνοδευθεί από δομές ενιαίας οικονομικής πολιτικής, ώστε να μπορούν αυτές αργότερα να τεθούν εκβιαστικά ως ιστορική απαίτηση: «Αφού πλέον έχουμε κοινό νόμισμα, για να μπορέσει να λειτουργήσει και να βγούμε από την κρίση, χρειαζόμασθε ενιαία οικονομική, τραπεζική, φορολογική πολιτική κοκ». Μέσα από αυτήν την ιστορική εξέλιξη και ενώ η ευρωζώνη προχωρεί αγκομαχώντας προς την έξοδο από την ύφεση, διατυπώνεται το αίτημα για «περισσότερη Ευρώπη», που -υποτίθεται- θα μας βγάλει πιο γρήγορα από την παρούσα οικονομική κρίση και θα μας προστατεύσει από νέες κρίσεις στο μέλλον.

Πρόκειται για μια ενστικτώδη αντίδραση της σοσιαλδημοκρατίας (και κάποιων χωρών, όπως η Ελλάδα, που δικαιολογημένα αισθάνονται ανήμπορες ενώπιον του μέγεθους των κινδύνων) μπροστά στην κρίση και την ιδεολογική της αμηχανία.

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου