Τρίτη 5 Αυγούστου 2014

ΕΝΦΙΑ: ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΚΑΙ ΤΗ ΛΟΓΙΚΗ

 

Το άρθρο 4 παρ.5 του Συντάγματος ορίζει πως οι Έλληνες συνεισφέρουν ανάλογα με τις δυνάμεις του στα δημόσια βάρη. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η φορολόγηση των πολιτών πρέπει να διέπεται από την αρχή της αναλογικότητας και της ισότητας. Δηλαδή από ένα άκρως προοδευτικό φορολογικό σύστημα όπου οι έχοντες τον περισσότερο πλούτο θα πρέπει και να συνεισφέρουν και τα περισσότερα στα κρατικά ταμεία.

Περαιτέρω, η υποχρέωση αυτή διασταυρώνεται με το άρθρο 17 Συντάγματος περί προστασίας της ιδιοκτησίας καθώς και με το άρθρο 21 για την προστασία της οικογένειας και της κατοικίας, ιδίως όσων στεγάζονται ανεπαρκώς. Σύμφωνα, λοιπόν, με το Σύνταγμα και τις βασικές και θεμελιώδεις αρχές του φορολογικού δικαίου, κάθε πολίτης πρέπει να έχει κατοικία και η περιουσία του να προστατεύεται από το κράτος. Με αυτές τις προϋποθέσεις προκύπτει και η συνεισφορά του στη φορολόγηση.

Στην πραγματικότητα, ένεκα της πρακτικής της κατάστασης ανάγκης που διέπει την κρατική λειτουργία, εφαρμόζεται η λογική του μονόδρομου της άντλησης εσόδων από τη φορολόγηση με κάθε τρόπο της ακίνητης περιουσίας. Πλέον επιβάλλεται φόρος σε όλα τα ακίνητα και ας μην αποφέρουν κανένα κέρδος, ακόμα και αν οι ιδιοκτήτες τους δεν έχουν τα εισοδήματα για να πληρώσουν με αποτέλεσμα να χρεώνονται στην εφορία και να δεσμεύεται το ακίνητό τους.

Όσο για τη μεγάλη ακίνητη περιουσία και εδώ εφαρμόζεται ένα άκρως παράλογο σκεπτικό, όπου κάτοχοι μεγάλων ιδιοκτησιών με υψηλά εισοδήματα καθώς και με εισοδήματα επί των ακινήτων εξομοιώνονται με μια απλή οικογένεια που διαθέτει μερικά ακίνητα άνευ οφέλους. Αν μια οικογένεια κατέχει π.χ. 1 ακίνητο του συζύγου, 1 ακίνητο της συζύγου, 1 ακίνητο πατρικό ή στον τόπο καταγωγής και 1 αγορασμένο ή κληρονομημένο για τα παιδιά, δηλαδή από ένα έως τέσσερα-πέντε ακίνητα από τα οποία δεν αντλεί κανένα εισόδημα, καλείται να πληρώσει φόρο επειδή τα διαθέτει. Αυτά λογίζονται ως μεγάλη περιουσία που όμως πρακτικά δεν αποφέρει κάποιο κέρδος.

Μια ανθρωποκεντρική προσέγγιση επιτάσσει την προοδευτική φορολόγηση της πραγματικά μεγάλης (ποιοτικά) ακίνητης περιουσίας με βάση και το προηγούμενο παράδειγμα και κυρίως των ακινήτων που αποφέρουν κέρδος μεγαλύτερο του ορίου της φτώχειας – αξιοπρεπούς διαβίωσης. Στην πράξη, με το καθεστώς του ΕΝΦΙΑ που τίθεται με βάση αντικειμενικές αξίες που δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα, υπό την κατάσταση ταμειακού συμφέροντος του κράτους, οι ιδιοκτήτες που έχουν εισοδήματα κάτω του ορίου φτώχειας - ατομικά ή οικογενειακά - μπορούν να προσφύγουν κατά του επιβαλλόμενου φόρου.

Πρώτα με ενδικοφανή προσφυγή στην αρμόδια ΔΟΥ (εντός 30 ημερών από το εκκαθαριστικό) και ύστερα από αρνητική απάντηση ή σιωπηρή απόρριψη έπειτα από την προθεσμία των 60 ημερών, προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια με παράβολο 2% επί του φόρου. Αυτά τα απλά βήματα που όμως δεν εγγυώνται και επιτυχία, μπορούν έστω και τώρα να αναδείξουν την αβάσιμη και λαθεμένη ρύθμιση του ΕΝΦΙΑ και να δοκιμάσουν την αντοχή της φορολογικής διοίκησης, των δικαστηρίων, και του κράτους.

Τέλος, ουσιαστική φορολογική μεταρρύθμιση θα είναι αυτή των υψηλών εισοδημάτων, όταν στη χώρα μας φορολογούνται με 45% ενώ στην Ε.Ε. σε αρκετές χώρες είναι άνω του 50%. Επίσης ο εξορθολογισμός της λειτουργίας του κράτους όπως π.χ. ενοίκια για στέγαση υπουργείων, φορέων, υπηρεσιών και σχετικές σπατάλες, είναι ένα λογικό μέτρο που δεν απαιτεί καμιά φορολόγηση και φέρνει άμεσα έσοδα.

Η κυβέρνηση καλείται να σεβαστεί το Σύνταγμα και τη λογική. Οι πολίτες έχουν χρέος να διεκδικήσουν τη δίκαιη κατανομή των βαρών, ενάντια σε κάθε φορολογική ρύθμιση που θίγει το δικαίωμα για αξιοπρεπή ζωή.
 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου