Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

«ΒΡΟΜΑΤΕ ΚΥΡΙΟΙ»


Μεσημέρι Τετάρτης, ώρα αιχμής και  στις λεωφορειογραμμές του ΟΑΣΘ επικρατεί το αδιαχώρητο. Με μεγάλη δυσκολία και ύστερα από αγωνιώδη προσπάθεια κατορθώνουμε να επιβιβαστούμε μαζί με έναν φίλο. Εντός του λεωφορείου οι συνθήκες είναι ανυπόφορες. Όλες οι θέσεις πιασμένες, περισσότεροι από ογδόντα άνθρωποι όρθιοι, φασαρία, διενέξεις - σωστός χαμός. 

Όλως παραδόξως μία θέση παρέμενε κενή. Δίπλα καθόταν ένας νεαρός αθίγγανος ηλικίας 10 ετών που κρατούσε αγκαλιά την σχολική του τσάντα. Το παιδί είχε μαζευτεί στην άκρη της θέσης του, πλησίον του παραθύρου και κοίταζε έξω από αυτό. Δεν ήταν βρώμικο ή κακοντυμένο, δε φαινόταν ανήσυχο ούτε έκανε φασαρία και σίγουρα δεν είχε καμία διάθεση να παρανομήσει. Έμοιαζε περισσότερο να βαριέται, να περιμένει και εκείνο να φτάσει σπίτι για να ξεκουραστεί, να βρει ένα ζεστό πιάτο φαγητό, να μιλήσει με τους δικούς του. Αλλά η θέση παρέμενε κενή..

Ο φίλος μου εντόπισε την κενή θέση και απορρημένος προσπάθησε να φτάσει προς αυτήν. Έστω και με μεγάλη δυσκολία κατάφερε να καθίσει. Στις δύο μπροστινές καρέκλες καθόντουσαν δύο ηλικιωμένοι κύριοι που, όπως κατέστη σαφές από την μυρωδιά, είχαν περάσει πολλές ώρες στο τοπικό ουζερί. Οι εκφράσεις τους, μόλις συνειδητοποίησαν ότι η θέση δεν ήταν πια κενή, άλλαξαν άρδην. Τα γελαστά από το μεθύσι πρόσωπα τους έγιναν πιο σκυθρωπά, οι εκφράσεις τους σοβάρεψαν και τα λόγια τους πιο καυστικά και επικριτικά. 

Σχολιάζοντας με αγένεια και αδιαφορία, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι είμαστε αφελείς που καθόμαστε δίπλα σε έναν κλέφτη και ότι παρέχουμε άσυλο στην ανομία. Ακούγοντας τα σχόλια τους δε μπορούσαμε να μείνουμε αμέτοχοι. Το παιδί που καθόταν δίπλα στον νεαρό Ρομά έγειρε το σώμα του προς το μέρος τους και με τόνο χαμήλο αλλά και ταυτόχρονα επικριτικό είπε "Βρωμάτε, κύριοι.."

Ναι, η αλήθεια είναι ότι βρωμούσαν. Δεν ήταν το χνώτο τους αυτό που βρωμούσε, ούτε ήταν τα τσίπουρα  που μας μύριζαν. Στην πραγματικότητα, μύριζαν οι σκέψεις, οι εκφράσεις και οι λέξεις τους. Η μυρωδιά αυτή προερχόταν από τα βάθη της ιστορίας και είχε βρει μια νέα ευκαιρία να ξεπηδήσει μέσα από τις απόψεις τους. Είχε προέλευση μεσαιωνικού χαρακτήρα, χρώμα σκοτεινό και αίσθηση απεχθή. Βρωμούσαν ρατσισμό και μίσος για ένα παιδί δέκα ετών. Αξιολογούσαν, έκριναν και καταδίκαζαν σε ενοχή ένα παιδί με μόνο τεκμήριο την φυλετική του καταγωγή. 

Δε γνώριζαν, απλά πίστευαν. Ίσως, κάπου, κάποτε, να είχαν ακούσει κάποιον φίλο ενός γνωστού τους να τους περιγράφει έναν νεαρό που τους λήστεψε εντός του λεωφορείου. Ίσως να ήταν και ο ίδιος νεαρός. Ίσως και πάλι να ήθελε να ληστέψει και ίσως αυτοί και γιατί όχι κι εμείς να είμασταν τα υποψήφια θύματα του. Δεν είχαν, ωστόσο, καμία απόδειξη για την ενοχή του μικρού συνεπιβάτη, παρά μόνο μία διαίσθηση που επηρεαζόταν σαφώς από την καταγωγή του.

Στην προκειμένη περίπτωση οι ρίζες του προβλήματος βρίσκονταν στην αναβίωση των θεσμών της συντήρησης. Επρόκειτο για μία άμεση αμφισβήτηση των ατομικών δικαιωμάτων, για μία φυλετική αξιολόγηση και για μία κριτική στην αξία της διαφορετικότητας. Σε μια Ευρωπαϊκή κοινωνία γαλουχημένη στα πρότυπα του δυτικού πολιτισμού, η απαξίωση εξαιτίας της φυλετικής καταγωγής αποτελεί όχι μόνο στοιχείο προγονοπληξίας αλλά και απειλή για τους δημοκρατικούς θεσμούς. 

Πολύ περισσότερο, αυτή η απαξίωση θέτει την αναγκαιότητα να επανεξεταστεί το ζήτημα της κοινωνικής ισότητας και να ανοίξει εκ νέου ένας διάλογος για τα κακώς κείμενα της κοινωνίας. Σημαιοφόροι αυτής της προσπάθειας καλούνται να γίνουν τα κόμματα του προοδευτικού-μεταρρυθμιστικού χώρου.

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου