Δευτέρα 2 Μαρτίου 2015

ΜΕΧΡΙ ΠΟΤΕ ΘΑ ΧΑΝΟΝΤΑΙ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ

 

Πριν τον Γενάρη, τα μέλη και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ απαντούσαν στην άποψη που τους έλεγε ότι «οι εκλογές είναι πολύ νωρίς, και έχετε προετοιμαστεί πολύ λίγο», με το επιχείρημα πως «ο κόσμος δεν αντέχει άλλο μνημόνιο». Εν τέλει, βγήκαν (μαζί με τους ΑΝΕΛ), διαπραγματεύτηκαν και πέτυχαν… παράταση του μνημονίου, ολοκλήρωση των αξιολογήσεων, καθώς και επιβολή… επιτήρησης στις επόμενες μεταρρυθμίσεις. 

Εν ολίγοις, μια δυναμική διαπραγμάτευση, με σχεδόν στατικό αποτέλεσμα. Το αποτέλεσμα αυτής της διαπραγμάτευσης αποτελεί και μέτρο για να κατανοήσουμε τη διάκριση μεταξύ μιας πραγματικής αλλαγής που θα μπορούσε να συντελεστεί όλα αυτά τα χρόνια «αντιμνημονιακού αγώνα», και της αλλαγής που εν τέλει έγινε στις 25/01/2015.

Από την άλλη, ελάχιστοι πιστεύουν στην προοπτική της ρήξης: Ούτε η κυβέρνηση, αφού κάτι τέτοιο βρίσκεται εκτός των οριζόντων της – ιδεολογικά, πολιτικά, προγραμματικά, από άποψη υποκειμενικών, οργανωτικών δυνατοτήτων, αλλά και λόγω της «ταξικής σύνθεσης» που την χαρακτηρίζει· ούτε και ο ελληνικός λαός (αν και καταφανέστατα θα επιθυμούσε να ρίξει τέτοια «κλωτσιά», και να αναποδογυρίσει το τραπέζι των διαπραγματεύσεων), ο οποίος αντιλαμβάνεται, έστω και διαισθητικά, ότι δεν είναι σε θέση να κάνει κάτι τέτοιο σήμερα: Διότι, αν συμβεί, θα κοστίσει πολύ περισσότερο στον ίδιο απ’ ό,τι στους αντιπάλους του. Άρα, στην πραγματικότητα, το «win-win», που επικαλέστηκε το δίδυμο Τσίπρα-Βαρουφάκη ως κύριο επιχείρημα, για να πείσει τη γερμανική Ε.Ε. ότι θα μπορούσε να εγκαταλείψει το μνημόνιο δίκην ενός νέου συμβιβασμού, λειτούργησε ως «lose-lose» για την παρούσα κυβέρνηση, τη χώρα μας και τον ελληνικό λαό. 

Για να μπορέσουμε αυτή τη στιγμή να συζητήσουμε πού βρισκόμαστε και πού μπορούμε να πάμε, θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να ξεκαθαρίσουμε τη συζήτηση από το γενικό χάος των θέσεων που σήμερα τίθενται αντιπολιτευτικά ως προς τα πεπραγμένα αυτής της κυβέρνησης. Και τα οποία παραμένουν πεισματικά εγκλωβισμένα μεταξύ της Σκύλλας ενός 3ου μνημονίου, επιλογή που φανατικά υποστηρίζουν κόμματα και παρατάξεις που έχουν εγκαταλείψει κάθε πρόσχημα και δρουν ανοιχτά εντός της χώρας μας ως φερέφωνα της γερμανικής πολιτικής, και της Χάρυβδης μιας απόλυτης ρήξης, η οποία, μετά και αυτήν την τετράμηνη τεχνητή παράταση, είναι βέβαιο πως θα συντελεστεί όχι προς αιφνιδιασμό του αντιπάλου αλλά ως ένα δικό του πιθανό «σχέδιο Β» – ευκταίο, μάλιστα, από τον σκληρό πυρήνα της Γερμανικής Ε.Ε. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Στην πολιτική, κάθε ολοκληρωμένη «γραμμή» που διεκδικεί αξιώσεις υλοποίησης πρέπει να διαθέτει απαντήσεις σε τρία διακριτά, μα αλληλοσυνδεόμενα, επίπεδα.

Πρώτον, γενική θέση ή πού θέλουμε να πάμε. Στην προκειμένη περίπτωση, το δέον έχει ξεκαθαρίσει αρκετά και μπορεί να περιγραφεί αποτελεσματικά: Η Ελλάδα πρέπει να πετύχει κούρεμα ενός μεγάλου μέρους του χρέους, το οποίο δεν είναι βιώσιμο και η εξυπηρέτησή του την εγκλωβίζει σε θανάσιμες πολιτικές λιτότητας. Η ελάφρυνση του χρέους θα της δώσει τις απαραίτητες ανάσες, ώστε να καταφέρει να στήσει ξανά τα πόδια του το κράτος και τους μηχανισμούς του – που σήμερα είναι θανάσιμα τοξικοί, μπλοκάροντας την υλοποίηση οποιαδήποτε εθνικής πολιτικής. Με αυτόν τον τρόπο, θα αποκτήσει ξανά τη δυνατότητα να μεταβάλει το αναπτυξιακό της υπόδειγμα – που σήμερα είναι αποικιακού χαρακτήρα και έχει χαρακτήρα «συσσώρευσης δια της εθνικής καταστροφής». Και όλα αυτά, επιτυγχάνοντας τη διατήρηση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο, καθώς η χώρα μας βρίσκεται στριμωγμένη μεταξύ τριών μεγάλων, συνεργαζόμενων γεωπολιτικών παικτών (Γερμανική Ευρώπη, ΗΠΑ-Ισραήλ και συνεργάτες, νεο-οθωμανική Τουρκία).

Οι πολιτικοί θεσμοί αποτελούν ένα μεγάλο εμπόδιο σε αυτήν την προοπτική: κι αυτό γιατί, ουσιαστικά, για την ελληνική κρίση, φέρουν ανάλογο μερίδιο ευθύνης με εκείνην που έφεραν οι ιδιωτικοί χρηματοπιστωτικοί παίκτες κατά την αμερικάνικη κρίση του 2007-2008: Το ελληνικό κράτος είναι η δικιά μας Enron, η δική μας Freddie Mac & Fannie May –και αυτό είναι που καθιστά την «ελληνική κάθαρση» ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα, καθώς αυτή με διάφορους τρόπους εμπλέκει όλη την κοινωνία και όχι μόνο το 1% του μαφιόζικου χρηματοπιστωτικού κυκλώματος.Συν τοις άλλοις, ο ξένος παράγοντας στη χώρα μας δεν επιθυμεί να συμβεί κάτι τέτοιο, καθώς η γενικευμένη ανημποριά που χαρακτηρίζει την ελληνική πολιτική, κράτος, θεσμούς και πολιτικό σύστημα, είναι η κερκόπορτα μέσω της οποίας αναδύεται ως «ρυθμιστής» των εξελίξεων στη χώρα μας: 

Με το χρέος ελέγχει το κράτος, το οποίο με την σειρά του δένει χειροπόδαρα την κοινωνία. Το κράτος στην Ελλάδα αποτελεί το κύριο πολιτικό εργαλείο για την επίτευξη οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών τομών, ενώ, από την άλλη, το εγχείρημα της ανόρθωσής του αποτελεί πραγματικά τον «τετραγωνισμό του κύκλου» του ελληνικού προβλήματος. Γιατί, εξαιτίας ακριβώς του κεντρικού του ρόλου, συμπυκνώνει μέσα του όλες τις πτυχές της παθογένειάς μας. Κεντρικά κρατικά εργαλεία, όπως το φορολογικό σύστημα και η ίδια η διοίκηση, δεν λειτουργούν και η ανοικοδόμησή τους απαιτεί βαθιές απαντήσεις σε ζητήματα κεντρικά που ταλανίζουν τη χώρα μας.Δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε ανάκαμψη της φορολογίας δίχως αντιμετώπιση της χρεοκοπίας των μικροϊδιοκτητικών στρωμάτων, ραχοκοκκαλιάς και πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας – μια και το μεγάλο κεφάλαιο της χώρας είναι παγκοσμιοποιημένο, και λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητα από τον ελληνικό χώρο. 

Άρα υφίσταται η αναγκαιότητα κάποιου είδους σεισάχθειας, που για να συντελεστεί με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης θα πρέπει να συνδυαστεί με την κάθαρση των ελάχιστων παραγόντων που λειτουργούσαν εν είδει εθνικής ολιγαρχίας, των βαρόνων της διαπλοκής. Και για να γίνει εφικτή μια τέτοια πολιτική λύση, θα πρέπει να απελευθερωθούμε από την διελκυστίνδα του χρέους. Δηλαδή, μια αντίστροφη διαδικασία από αυτήν στην οποία εξαναγκάζεται σήμερα η κυβέρνηση, όπου η ‘πάταξη’ της φοροδιαφυγής εξαρτάται με την πορεία του εξωτερικού προγράμματος. Πράγμα που εκ των πραγμάτων και ανεξαρτήτως των προθέσεων για ένα προοδευτικότερο φορολογικό σύστημα, θα πλήξει λόγω της ελληνικής ιδιαιτερότητας και πάλι τη μικρή και τη μεσαία ιδιοκτησία. Από την άλλη, δεν είναι εφικτή η εξυγίανση της δημόσιας διοίκησης δίχως αποκέντρωση και άρση του αθηναϊκού υδροκεφαλισμού κ.ο.κ.

 Όλα αυτά, και πάρα πολλά άλλα, ζητήματα παραγωγικής ανασυγκρότησης, παιδείας, πολιτιστικής αναγέννησης, είναι ζητήματα που θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στην πορεία και στο τεστ «μεταρρυθμίσεων» της νέας κυβέρνησης. Και δεν έχουμε μπει καν στην διαδικασία να τα συζητήσουμε σοβαρά! Απαιτούν χρόνο και πολιτικό βάθος, ένα πολιτικό πρόγραμμα που να στηρίζεται αποφασιστικά στην ανασύνταξη του εσωτερικού πεδίου, σε ορίζοντα δεκαετίας. Στο πλαίσιο αυτό, θα μπορούσαν να υπάρξουν στρατηγικές και τακτικές νίκες ή υποχωρήσεις. Όχι όμως, μια κίνηση όπου η έκβαση του συνόλου των ελληνικών αιτημάτων να παίζεται εφ’ όλης της ύλης σε μια πρώτη διαπραγμάτευση, η οποία μάλιστα διεξάγεται στη χειρότερη δυνατή στιγμή με τους χειρότερους δυνατούς όρους.

Δεύτερον, η στρατηγική ή αλλιώς πώς θα φτάσουμε εκεί που θέλουμε να πάμε. Και εδώ το πράγμα έχει ξεκαθαριστεί αρκετά. Κυρίως, ότι η χώρα μας δεν θα μπορέσει ποτέ να πετύχει κούρεμα του χρέους και, συνακόλουθα, άρση της επιτήρησης από τη γερμανική Ε.Ε., αν δεν απαγκιστρωθεί από τη μονόδρομη πολιτική, οικονομική και γεωπολιτική εξάρτηση από το σύστημά της. Στην χώρα μας, η ανωριμότητα και η απελπιστική καθυστέρηση που χαρακτήρισε την δημόσια συζήτηση, εγκλώβισε αυτό το ζήτημα στην αντιπαράθεση ευρώ-δραχμής. Προφανώς, αυτό είναι το «τέλος» και όχι η «αρχή» της συζήτησης.«Η κίνηση μέσα στα τείχη είναι σημαντική», όπως έλεγε ο Μ. Κατσαρός. 

Στο προκείμενο, το ζήτημα είναι εάν η χώρα μας θα μπορούσε να αναπτύξει δίκτυα και σχέσεις οικονομικής, πολιτικής και γεωπολιτικής συνεργασίας έξω από την Ε.Ε., ενώ είναι μέσα σε αυτήν, προκειμένου να βελτιώσει τη θέση της, και αυτό ισχύει είτε επιθυμεί να μεταβάλει την θέση της διαπραγματευόμενη σθεναρά και με αξιοπρέπεια, είτε επιθυμεί να εγκαταλείψει την ευρωζώνη. Το εάν η χώρα μας μπορούσε ήδη, και ενώ βρίσκεται σε πρόγραμμα, να χτίζει μεθοδικά τα «αντίβαρα» και τις ανασχετικές συνθήκες έναντι αυτών που το επέβαλαν, δεν είναι ένα ζήτημα που εξαρτάται από τη βούληση των δανειστών μας, αλλά πρωτίστως από το εσωτερικό πολιτικό σύστημα.

Το εάν, θα μπορούσαμε να θέσουμε τις βάσεις για στενότερη οικονομική συνεργασία με τη Σερβία ή τη Βουλγαρία, ώστε να εγκαινιάσουμε μια προοπτική αυτοδύναμης περιφερειακής οικονομικής ενσωμάτωσης με τάσεις «καθετοποίησης» (καθώς μιλάμε για ισότιμες και αρκετά συμπληρωματικές οικονομίες), δεν είναι ζήτημα που αφορά στο μνημόνιο. Είναι ζήτημα που σχετίζεται με τον ευρωκεντρισμό της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού πολιτικού συστήματος, από το κοινοβούλιο μέχρι τους… αντιεξουσιαστές – καθώς και του γεγονός ότι η αντιπολίτευση στον ευρωκεντρισμό στηρίχτηκε αποκελιστικά πάνω στο φετίχ της δραχμής. Το αυτό ισχύει για το γεγονός, ότι η σχέση με τη Ρωσία έχει παραμείνει σε επίπεδο φιλικού διπλωματικού χτυπήματος στην πλάτη. 

Ή για το ότι, το ζήτημα εκμετάλλευσης των αντισυσπειρώσεων στην Ευρώπη δεν καλλιεργήθηκε συστηματικά. Αλλά αφέθηκε να αντιμετωπιστεί τη στιγμή της σύγκρουσης με τα γνωστά αποτελέσματα. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, πάντως, ένα είναι βέβαιο, στρατηγικά. Ότι η Ευρωζώνη, και η Ε.Ε., δεν θα παραμείνει με τη σημερινή της μορφή για πολύ καιρό ακόμα, κυρίως λόγω των ίδιων των αντισυσπειρώσεων που σταδιακά γεννιούνται εντός του σκληρού της πυρήνα – στη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία, τη Μεγάλη Βρετανία. 

Εάν λοιπόν, δεν επιθυμούμε να καταντήσουμε σαν την… Ισπανία του Ραχόι, όταν άλλοι θα επιλέγουν να συγκρουστούν με τη γερμανική Ευρώπη, θα πρέπει ήδη από τώρα να υιοθετήσουμε μια τροχιά προσεκτικής απομάκρυνσης, πράγμα που σημαίνει, ότι πρέπει σταδιακά να καταρτίσουμε μια πορεία εντός, εκτός και επί τα αυτά της Ε.Ε. 

Τρίτον, η τακτική, δηλαδή πώς θα κερδίσουμε χρόνο και χώρο για να υλοποιήσουμε τη στρατηγική μας. Εδώ, το κεντρικό ζήτημα είναι ο χρόνος. Και, κυρίως, το πώς θα μπλοκάρουμε τη βούληση της γερμανικής Ευρώπης να μας δέσει ταχύτατα χειροπόδαρα σε ένα τρίτο μνημόνιο, ή να μας πετάξει έξω από την ευρωζώνη, προτού αρχίσει ο αντίστροφος χρόνος γιγάντωσης των αντισυσπειρώσεων εντός του σκληρού πυρήνα της Ε.Ε. Δηλαδή, το Φθινόπωρο του 2015, όταν θα ξεκινήσει μια μακρά περίοδος αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων, στις οποίες αναμένονται διαδοχικές ήττες των κομμάτων και των πολιτικών δυνάμεων που έχουν ταυτίσει την μοίρα τους με την Γερμανική Ευρώπη.

Κυρίως, η Ελλάδα, ως ο πιο αδύναμος κρίκος της ευρωπαϊκής αλυσίδας, δεν θα έπρεπε να ηγηθεί, πρόωρα, της ευρωπαϊκής ανταρσίας εναντίον της Γερμανίας, καθώς είναι η χώρα που διαθέτει τις λιγότερες υποκειμενικές και αντικειμενικές δυνατότητες να πετύχει μια πρώτη υποχώρηση της τελευταίας. Γι’ αυτό εξ άλλου και η Γερμανική Ευρώπη επιθυμεί διαπραγματευτικό διασυρμό της χώρας – για να παραδειγματίσει και τους υπόλοιπους. Η Ελλάδα θα έπρεπε να παίξει «κατενάτσιο» εντός των θεσμών της Ε.Ε., μέχρι τη στιγμή που αυτή θα κλονιζόταν από μια ευρύτερη ευρωπαϊκή αλλαγή, και τότε να συμπράξει με την ομάδα της αμφισβήτησης.

Αυτός ήταν ο μοναδικός δρόμος ώστε να ενεργοποιηθεί και η περίφημη συμμαχία συμφέροντος του ευρωπαϊκού νότου, και όχι να «εκβιαστεί» από τις εξελίξεις μιας πρόωρης σύγκρουσης, που εκ των πραγμάτων αφήνει εντελώς εκτεθειμένες για την δική τους εθελοδουλία, διεφθαρμένες και λαϊκά απονομιμοποιημένες ηγεσίες της Ισπανίας ή της Πορτογαλίας. Βεβαίως, και το πρόβλημα ξεκινάει από το ότι οι δυνάμεις που συναπαρτίζουν αυτήν την κυβέρνηση, σύρθηκαν πρόωρα σε μια λογική κατάκτησης της εξουσίας, μάλιστα σε ένα εξαιρετικά δυσμενές ενδοευρωπαϊκό κλίμα – ας μην επαναλάβουμε επιχειρήματα τα οποία είναι πλέον κοινός τόπος. 

Ωστόσο, ενός κακού μύρια έπονται, τα σφάλματα πολλαπλασιάστηκαν αφότου ορκίστηκε η νέα κυβέρνηση, κυρίως στο πεδίο της εξωτερικής διαπραγμάτευσης. Η σύγκρουση με τη νεοφιλελεύθερη γερμανική Ευρώπη έγινε από μια θέση διεκδίκησης ενός συνολικού εκδημοκρατισμού της Ε.Ε. – θέση ενός ευρύτερου πανευρωπαϊκού κύκλου μιας «νέας σοσιαλδημοκρατίας» (ΣΥΡΙΖΑ, Ποδέμος και διάφοροι κεντροαριστεροί της Ευρώπης). Στόχος, η μετεξέλιξη της Ε.Ε. σ’ ένα είδος «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης». 

Τα πρώτα βήματα αυτής της μετάβασης, το «ευρω-ομόλογο» που υποστηρίζει ο Γ. Βαρουφάκης από το 2010, η ομαδοποίηση του χρέους, η κοινοτική ποσοτική χαλάρωση, η μεταβίβαση ουσιαστικών δημοκρατικών λειτουργιών στο ευρωκοινοβούλιο, η ανάκαμψη του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους κ.ο.κ .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου