Σάββατο 1 Αυγούστου 2015

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ

 

Το κράτος πρόνοιας (ή κοινωνικό κράτος) αναπτύχθηκε, ως λειτουργία των σύγχρονων αστικών κρατών, με σκοπό να ενισχύσει την ευημερία των πολιτών και να εξαλείψει τις κοινωνικές ανισότητες. Αυτό επιχειρείται αφενός μέσω της προστασίας από κοινωνικούς κινδύνους (θάνατο, ατύχημα, ανεργία) και αφετέρου μέσω προσφοράς αγαθών και υπηρεσιών στους πολίτες δωρεάν ή σε μειωμένη τιμή (υγεία, εκπαίδευση).

Οι λειτουργίες αυτές εμφανίστηκαν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, ταυτόχρονα με την εξάπλωση του θεσμού της μισθωτής εργασίας. Είναι βέβαιο ότι η εμφάνισή τους ευνοήθηκε από τον εκδημοκρατισμό των καθεστώτων και την ανάπτυξη της ιδέας πως οι κοινωνικοί κίνδυνοι πρέπει να αντιμετωπίζονται συλλογικά και όχι ατομικά, δηλαδή είναι ευθύνη της κοινωνίας.

Διάφορες αλλαγές που συνέβησαν μετά το 1970, οδήγησαν παγκοσμίως στην ανάπτυξη μιας πολυεπίπεδης κριτικής απέναντι στο κράτος πρόνοιας, κυρίως όσον αφορά το αν πέτυχε τελικά τους στόχους του (αποτελεσματικότητα) και ποιο είναι το κόστος συντήρησής του σε σχέση με την ωφέλεια που παράγει (αποδοτικότητα). 

Οι σημαντικότερες από τις νέες παραμέτρους που θέτουν εν αμφιβόλω την επάρκεια του συστήματος είναι η γήρανση του πληθυσμού, οι αλλαγές στην αγορά εργασίας και το νέο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης στα πλαίσια της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Και οι τρεις αυτές παράμετροι αφαιρούν πόρους από το κράτος πρόνοιας, ενώ ταυτόχρονα αυξάνουν τις απαιτήσεις κοινωνικής προστασίας. Στην Ελλάδα, οι εξελίξεις αυτές ξεκίνησαν κάπως αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του 80, και παρουσιάζονται με δραματικό τρόπο τα τελευταία χρόνια της δημοσιονομικής κρίσης.

Ένα αρκετά συνηθισμένο λάθος είναι να προσεγγίζεται το κράτος πρόνοιας αποκλειστικά ως επιβαρυντική δημόσια δαπάνη και όχι ως απαραίτητο οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό στοιχείο. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να αγνοείται η σημασία της διαφύλαξης της δημόσιας υγείας ή το αίσθημα κοινωνικής ασφάλειας που είναι απαραίτητο να αναπτύξουν οι πολίτες για να προχωρήσουν τις λοιπές τους δραστηριότητες. Εξάλλου, στις Σκανδιναβικές χώρες και σε αυτές της Κεντρικής Ευρώπης, οι εξαιρετικές κοινωνικές παροχές συνδυάζονται με υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης.

Τα προνοιακά καθεστώτα διαφόρων χωρών ποικίλουν από κατεξοχήν σοσιαλδημοκρατικά έως αμιγώς φιλελεύθερα, αναλόγως της κάλυψης των κοινωνικών αναγκών αποκλειστικά από το κράτος ή της συνεισφοράς της αγοράς και της οικογένειας σε αυτήν. Στην Ελλάδα και άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου, ο Ferrera (1996) διακρίνει ένα ιδιαίτερο μοντέλο κράτους πρόνοιας, λιγότερο εξελιγμένο σε σχέση με τα υπόλοιπα, του οποίου βασικά χαρακτηριστικά είναι η ανεπαρκής κάλυψη των κοινωνικών αναγκών, η ανυπαρξία ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος και η παροχή υπηρεσιών ταυτόχρονα από το κράτος, την οικογένεια και την αγορά. 

Παρατηρεί ακόμη έντονα πελατειακά χαρακτηριστικά στη λειτουργία του, χαμηλή αποδοτικότητα και χρηματοδότηση σε πολλές περιπτώσεις μέσω υψηλής φορολογίας. Οι βασικές αιτίες της διαφοροποίησης αυτών των χωρών, μεταξύ των οποίων και η δική μας, είναι το χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης της παραγωγικής διαδικασίας, ο μικρότερος βαθμός διείσδυσης της μισθωτής εργασίας, η διευρυμένη οικογένεια και ιδιαίτερα πολιτικά χαρακτηριστικά (πόλεμοι, πολιτικές ανωμαλίες) που δεν επέτρεψαν στην κοινωνική πολιτική να αναπτυχθεί στον ίδιο χρόνο και βαθμό με άλλες χώρες.

Γεγονός παραμένει πως το κράτος πρόνοιας διέρχεται έναν δομικό μετασχηματισμό, που αντιμετωπίζεται, δυστυχώς, κυρίως δημοσιονομικά, υπό την πίεση των οικονομικών εξελίξεων των τελευταίων ετών στην Ελλάδα και αλλού. Προτιμότερο θα ήταν, αφού αρχικά κάνουμε έναν απολογισμό του τρόπου με τον οποίο λειτούργησε τα προηγούμενα χρόνια, να σχεδιάσουμε ένα κράτος πρόνοιας με συγκεκριμένους στόχους, χρηματοδότηση και έλεγχο. Σε επόμενη συζήτηση μπορούμε να αναφερθούμε με συγκεκριμένες ιδέες σ’ αυτό.
 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου