Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΥΓΑ

 

«Είχαμε πόλεμο. Δεν τον προκαλέσαμε εμείς. Απλά βρεθήκαμε στη μέση… Άλλοι πάντα φταίνε όταν χύνεται το αίμα των αδυνάμων. Ποτέ οι αδύναμοι. Ο εχθρός ξέσπασε όλο του το μίσος πάνω μας. Δεν προλάβαμε να αντισταθούμε.

Μπήκαν μέσα στα σπίτια μας και άρχισαν να ξεκληρίζουν σόγια ολόκληρα. Παιδιά, γυναίκες, άμαχους, δεν είχε καμία σημασία, όλοι κοιτούσαμε το μαχαίρι στον λαιμό του διπλανού μας σαν σφαχτάρια που περιμένουν τη σειρά τους. Και η σειρά μας ήρθε… Και αναγκαστήκαμε να βρούμε καινούρια πατρίδα να αγαπήσουμε, λες και είναι οι πατρίδες χρώματα σε ντουβάρια μαυρισμένα, που όταν τα βαρεθείς τ’ αλλάζεις.

Αρχίσαμε να τρέχουμε στους δρόμους. Δεν γνώριζε κανείς πού πηγαίναμε. Ό,τι χώραγε στον τορβά, τα μωρά στην πλάτη και δρόμο. Όσοι μπόρεσαν έκρυψαν καλά μερικά χρυσαφικά ή χρήματα πάνω τους, μα οι περισσότεροι φοβηθήκαμε. Εγώ πίστευα πως δεν χρειάζονταν. Πως όλα θα τελείωναν και θα γύριζα πίσω στο χωριό μου. Θα ‘χα την κυρά μου στο πλάι μου και τα αγόρια στη μέσα κάμαρα θα παλεύουν για τα παιχνίδια τους.

Άλλοι μπήκαν σε καράβια, άλλοι ήρθαν με τα πόδια, άλλοι φυλακίστηκαν στη διαδρομή… «Πεθαίνουν στον δρόμο οι δυστυχείς, μωρά παιδιά τα κουβαλάν μαζί τους… τι φταίνε τ’ άμοιρα; Αλλά πώς να βοηθήσουμε και εμείς; Γιατί έχομε και εμείς να κοιτάξουμε τα δικά μας προβλήματα. Αν γύρναγαν πίσω θα ήταν καλύτερα. Θα ‘πρεπε να ‘χαν τουλάχιστον το θάρρος να αντισταθούν και αυτοί» έλεγαν όπου πηγαίναμε.

«Χαλάν με τα τσαντίρια τους τα πιο καλά μας μέρη. Σκουπιδαριό και γυφτιά. Άσε που το βράδυ φοβάσαι να περάσεις». Εκτός από σκουπίδια όμως, πίσω μας αφήναμε και ψυχές. Γέροι, παιδιά, άρρωστοι πέθαιναν από γρίπη, από πείνα και κρύο. Ένας γεννιόταν, τρεις τους έπαιρνε το χώμα.

Φοβούνταν άλλοι μήπως τους χαλάσουμε τον σπόρο. Λες και ξεχωρίζουν οι ράτσες και πρέπει να τις κρατάς καθαρές. Και δικοί μας βέβαια το πίστευαν αυτό και τα βράδια που ανάβαμε κάνα κλωνάρι να μην ξεπαγιάσουμε, κοιτούσαμε τις καμπούρες των άλλων και οργανώναμε τα προξενιά με δικά μας παιδιά. Όχι εδώ, πίσω στην πατρίδα…

Πέρασαν χρόνια από τότε αλλά ακόμη νιώθω ξένος εδώ. Μέχρι να πεθάνω θα νιώθω. Στο χωριό μου, έμαθα, απέμειναν μόνο τα ντουβάρια. Ακόμη δεν έχω αξιωθεί να το δω. Δεν θέλω! Γιατί θα δω την κάμαρα χαλασμένη και θα πεθάνω επί τόπου. Ο εγγονός μου έλεγε πως ήθελε μια φορά να πάει στα μέρη μας να δει το χωριό του παππού. Να δει τον Πόντο! «Τι να κάνεις εκεί;» του λέω συνέχεια. «Οι άτιμοι δεν άφησαν τίποτα όρθιο» και με πιάνουν κάθε φορά τα κλάματα.

Του λέω να κάτσει εδώ να δέσει… Να μην πάει εκεί και λυπηθεί και νιώσει ύστερα και αυτός ξένος. Κανείς να μη νιώσει ξένος. Δεν έχει χειρότερο από τον πόνο τούτο. Όσοι τον ζήσαμε, μας χάραξε το μέσα μας. Μας άνοιξε στα δυο, να είμαστε και εδώ και εκεί και στο τέλος πουθενά. Του δίνω μονάχα μια ευχή και μια θύμηση: Να μη γίνει πρόσφυγας ποτέ και να θυμάται αν ματαντικρίσει ποτέ παρείσακτο, ξεβρασμένο από τη θάλασσα πρόσφυγα, στον πόνο του θα δει εμένα. 
 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου