Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΑ ΘΑ ΠΕΘΑΝΟΥΜΕ ΟΛΟΙ


Κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων στις αρχές του δέκατου ενάτου αιώνα, πολλές ευρωπαϊκές χώρες παρουσίασαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα καθώς οι κυβερνήσεις κατέφευγαν στις εκτυπωτικές πρέσες για να χρηματοδοτήσουν τις δαπάνες των πολέμων τους.

Το δίδαγμα που εξήγαγαν οι τότε οικονομολόγοι της ελεύθερης αγοράς, ήταν πως τα χέρια των κυβερνήσεων έπρεπε να απομακρυνθούν από την εκτυπωτική πρέσα για να διατηρηθεί μια στοιχειώδης νομισματική σταθερότητα.

Ο καλύτερος τρόπος για να επιτευχθεί αυτό, ήταν να συνδεθεί το εθνικό νόμισμα με ένα εμπόρευμα όπως ο χρυσός, να απαιτηθεί από τις τράπεζες να εξαργυρώνουν τα χαρτονομίσματα με χρυσό σε μια καθορισμένη ισοτιμία άμεσα στο γκισέ  και να προβαίνουν σε τυχόν αυξήσεις των κυκλοφορούντων χαρτονομισμάτων, όταν προέκυπταν πρόσθετα αποθέματα χρυσού από τους καταθέτες, η από άλλους πωλητές.

Επίσης, κατέληξαν στο συμπέρασμα πως τα ελλείμματα ήταν μια επικίνδυνη πρακτική για τη χρηματοδότηση κυβερνητικών προγραμμάτων. Έδινε τη δυνατότητα στις κυβερνήσεις να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση πως μπορούσαν να ξοδεύουν χωρίς να επιβάλλουν κόστος στην κοινωνία με τη μορφή υψηλότερων φόρων. 

Μπορούσαν έτσι να δανείζονται αναβάλλοντας το φορολογικό κόστος, μέχρι ένα μελλοντικό χρονικό σημείο, όταν τα δάνεια θα έπρεπε να επιστραφούν. Οι οικονομολόγοι της ελεύθερης αγοράς ζήτησαν ετησίως ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, επιτρέποντας στο εκλογικό σώμα να αντιλαμβάνεται άμεσα και ξεκάθαρα το κόστος των κρατικών δαπανών.

Έτσι το 1814 ο περισσότερος κόσμος πέρασε στον διεθνή κανόνα του χρυσού και χάραξε τον δρόμο προς την βιομηχανική επανάσταση. Μολονότι ο κλασσικός κανόνας του χρυσού του δεκάτου ενάτου αιώνα δεν ήταν τέλειος και επέτρεπε σχετικά μικρές περιόδους πληθωρισμών και ύφεσης (οικονομικών κύκλων boom bust). 

Έστω κι έτσι παρείχε μακράν την καλύτερη νομισματική τάξη που έχει γνωρίσει ποτέ ο κόσμος, μία τάξη η οποία λειτουργούσε, που δεν επέτρεπε στους οικονομικούς κύκλους να ξεφεύγουν εκτός ελέγχου και που κατέστησε δυνατή την ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου, των διεθνών συναλλαγών και των επενδύσεων. Οι κυβερνήσεις κατέστρεψαν τον κανόνα του χρυσού για να διεξαγάγουν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο το 1914. 

Με την Κεϋνσιανή “επανάσταση” στα 30’s και με την επικράτηση των ρεβιζιονιστών οικονομολόγων του “τρίτου δρόμου”, οι κυβερνήσεις απαλλάχτηκαν σταδιακά από τον “ζουρλομανδύα” των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και του νομισματικού ελέγχου, σχεδόν καθολικά και παγκοσμίως. 

Δεν υπήρχε πλέον κανένας έλεγχος και περιορισμός των κρατικών δαπανών. Τουναντίον, αυτές θα ήταν πλέον οι δυνάμεις της “ανάπτυξης” και μάλιστα με “επιστημονική τεκμηρίωση”. 

Θα ήταν βέβαια υπερβολή να ισχυριστεί κάποιος ότι ο Keynes είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για την πολιτική των ελλειμματικών κυβερνητικών δαπανών, για το χάρτινο πολιτικό χρήμα και για τον έντονο κρατικό παρεμβατισμό, που διαμόρφωσαν το παρόν συντεχνιακό ολιγοπωλιακό  περιβάλλον τα τελευταία 70 χρόνια. 

Δεκαετίες πριν την εμφάνιση του βιβλίου του Keynes (The general theory of money, employment and interest), το πολιτικό και ιδεολογικό κλίμα είχε στραφεί προς ολοένα και μεγαλύτερη επιθυμία για συμμετοχή των κυβερνήσεων στις κοινωνικές και οικονομικές υποθέσεις. 

Ήταν αποτέλεσμα της αυξανόμενης επιρροής των κολεκτιβιστικών ιδεών μεταξύ των κύκλων των  διανοουμένων και των φορέων χάραξης πολιτικής στην Ευρώπη και την Αμερική. Όταν η κυβέρνηση έχει απελευθερωθεί από τη δέσμευση να φορολογεί άμεσα για ό, τι ξοδεύει, κάθε πιθανή ομάδα ειδικών συμφερόντων μπορεί να ζητήσει να εξυπηρετηθούν οι πιο ευφάνταστες απαιτήσεις της. 

Οι πολιτικοί, επιθυμώντας ψήφους και οικονομικές συνεισφορές προς το κόμμα (και τους εαυτούς τους) ευχαρίστως ανταποκρίνονται για να ικανοποιήσουν τη λαιμαργία προνομιούχων ομάδων, συγκεκριμένων επιχειρήσεων, διαφόρων ολιγαρχών, αλλά και την δική τους. 

Ταυτόχρονα, οι άνθρωποι πέφτουν εύκολα θύματα της αυταπάτης πως η κυβέρνηση μπορεί να προσφέρει σχεδόν σε όλους κάτι έναντι τίποτα (χωρίς αντάλλαγμα), με μικρό ή καθόλου κόστος για τους φορολογούμενους. Οι πολιτικοί, έχοντας παράλληλα αποκτήσει καθολικό νομισματικό μονοπώλιο από το 1971, μπορούσαν τώρα να παίξουν το παιχνίδι τους προσφέροντας όλο και περισσότερα χρήματα σε ειδικά συμφέροντα, 

Ενώ μερικές φορές προχωρούσαν ταυτόχρονα και σε  μείωση της φορολογίας για να είναι αρεστοί σε όλους. Οι κυβερνήσεις γέμιζαν απλά αυτό το κενό με δανεισμό, επιβάλλοντας μεγαλύτερη επιβάρυνση χρέους στις μελλοντικές γενιές. 

Είτε οι φόροι θα έπρεπε να αυξηθούν κατά τα επόμενα έτη, είτε οι κυβερνήσεις θα στρεφόταν προς την εκτυπωτική πρέσα (ροκανίζοντας την αγοραστική δύναμη του πολιτικού χρήματος) για να αποπληρώσουν αυτά που σπατάλησαν όλο το προηγούμενο διάστημα. 

Θα υποστήριζαν πως παρέλαβαν “καμμένη γη” από τους προηγούμενους και πως οι ενέργειές τους αποσκοπούσαν στην ανάπτυξη της “εθνικής οικονομίας”, στην ευημερία, στο “γενικό καλό” και στην χρηματοδότηση των "κοινωνικά αναγκαίων" προγραμμάτων του “κράτους πρόνοιας”. Και δεν χρειαζόταν να ανησυχούμε καθόλου για όλα αυτά στην (τότε) παρούσα περίοδο. 

Ο Keynes διαβεβαίωσε εξάλλου με μια μνημειώδη του δήλωση πως "μακροπρόθεσμα θα πεθάνουμε όλοι”.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου