Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

Η ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΤΗΝ ΑΦΡΙΚΗ


 

Παρότι η Washington δαπανά εκατομμύρια δολάρια σε αμερικανική στρατιωτική υποδομή και προμήθειες όπλων στις ταραχώδεις χώρες της Αφρικής, η συγκεκριμένη ήπειρος δεν καθίσταται ασφαλέστερη.

Ποιοι είναι λοιπόν οι πραγματικοί αντικειμενικοί στόχοι της Αμερικανικής Στρατιωτικής Διοίκησης Αφρικής» (AFRICOM); Η παράδοξη κατάσταση μπορεί να αποτυπωθεί ως εξής: αν και η αμερικανική κυβέρνηση έχει δαπανήσει από το 2002 εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια σε στρατιωτική βοήθεια στις χώρες του Sahel της Αφρικής, η περιοχή έχει καταστεί λιγότερο ασφαλής.

H περιοχή, ήταν σχετικά ελεύθερη από υπερεθνικές τρομοκρατικές απειλές το 2001, αλλά πλέον ταλανίζεται από τακτικές επιθέσεις της “BOKO HARAM” μίας κάποτε πολύ μικρής, μη βίαιης ισλαμικής σέχτας από τη Νιγηρία, η οποία έχει έκτοτε εκφράσει δέσμευση πίστης στην «IS» και απειλεί τη σταθερότητα, όχι μόνο της πατρίδας της, αλλά επίσης του Καμερούν, του Τσαντ και του Νίγηρα. 

Επιπλέον, η “BOKO HARAM” αποτελεί μόνο μία από τις 17 ένοπλες οργανώσεις που μαστίζουν την περιοχή. Μόνο για το διάστημα 2009-2013 οι ΗΠΑ διέθεσαν $288.000.000 για τη χρηματοδότηση της οργάνωσης-«Trans-Sahara Counterterrorism Partnership» (TSCTP), προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τις ΕΔ του Τσαντ, του Μάλι, της Μαυριτανίας και του Νίγηρα. Οι Δυνάμεις Ειδικών Επιχειρήσεων των ΗΠΑ παρέχουν τακτική εκπαίδευση στο Στρατό του Νίγηρα.

Η Washington έχει δαπανήσει εκατομμύρια δολάρια σε αεροπλάνα, φορτηγά και άλλο εξοπλισμό στις αφρικανικές χώρες. Αυτό είναι μόνον η κορυφή του παγόβουνου, δεδομένης της σημαντικής στρατιωτικής παρουσίας του Πενταγώνου στη συγκεκριμένη ήπειρο. Υπάρχουν δεκάδες αμερικανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις στην Αφρική, πέραν του στρατοπέδου «Camp Lemonnier» στο Τζιμπουτί.

Αυτές οι πολυάριθμες τοποθεσίες συνεργασίας ασφάλειας (cooperative security locations CSLs), τοποθεσίες προωθημένων επιχειρήσεων (forward operating locations – FOLs) και άλλα φυλάκια έχουν κατασκευαστεί από τις αμερικανικές δυνάμεις στη Μπουρκίνα Φάσο, το Καμερούν, την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, το Τσαντ, το Τζιμπουτί, την Αιθιοπία, την Γκαμπόν, την Γκάνα, την Κένυα, το Μάλι, τον Νίγηρα, τη Σενεγάλη, τις Σεϋχέλλες, τη Σομαλία, το Σουδάν και την Ουγκάντα.

Ο αμερικανικός Στρατός έχει επίσης πρόσβαση σε τοποθεσίες στην Αλγερία, τη Μποτσουάνα, τη Ναμίμπια, το Σάο Τόμε και Πρίνσιπε, τη Σιέρα Λεόνε, την Τυνησία, τη Ζάμπια και άλλες χώρες. Σύμφωνα με τον RICHARD REEVE, Διευθυντή του Προγράμματος Αειφόρου Ασφάλειας (Sustainable Security Programme) στο Ινστιτούτο μελετών και αναλύσεων «Oxford Research Group».

Το οποίο έχει την έδρα του στο Λονδίνο, το Πεντάγωνο έχει τον συγκεκαλυμμένο έλεγχο σχεδόν κάθε χώρας στη δυτική και κεντρική Αφρική. Ωστόσο, ο ακριβής αριθμός των αμερικανικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων στην ήπειρο περιβάλλεται από μυστικότητα. Ομοίως, οι αποστολές και οι αντικειμενικοί στόχοι του Πενταγώνου στην Αφρική παραμένουν ασαφείς. 

Εντούτοις, υφίσταται μία παράξενη συσχέτιση μεταξύ του αυξανόμενου αριθμού αμερικανικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων στην περιοχή, της αυξημένης δραστηριότητας των τοπικών ισλαμικών οργανώσεων και των εγκαταστάσεων παραγωγής πετρελαίου της Αφρικής.

Το 2005, το Ινστιτούτο Αφρικανικών Θεμάτων του «GIGA» εξέδωσε ένα βιβλίο με τίτλο «Resource Politics in Sub-Sabaran Africa». “Ενας εκ των συγγραφέων του βιβλίου, ο Γερμανός ακαδημαϊκός LUTZ NEUMANN, παρουσίασε έναν κατάλογο των κορυφαίων παραγωγών ακατέργαστου πετρελαίου στην Αφρική και τόνισε το αυξανόμενο ενδιαφέρον των ΗΠΑ για αφρικανικό ακατέργαστο πετρέλαιο.

Ο Γερμανός ακαδημαϊκός κατέγραψε τους κορυφαίους παραγωγούς πετρελαίου της αφρικανικής ηπείρου με φθίνουσα σειρά παραγωγής: Νιγηρία, Αλγερία, Λιβύη, Αγκόλα και Αίγυπτος. Άλλες χώρες παραγωγής πετρελαίου που αναφέρθηκαν από τον συγγραφέα ήταν το Σουδάν, η Ισημερινή Γουινέα, το Κονγκό η Γκαμπόν, το Τσαντ, το Καμερούν, η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και η Ακτή Ελεφαντοστού.

Ο NEUMANN υπογράμμισε επίσης τη σημασία του Κόλπου της Γουινέας. Η πλούσια, σε υδρογονάνθρακες, Γουινέα αποτελεί την κύρια τοποθεσία των πετρελαϊκών κοιτασμάτων στην υποσαχάρια Αφρική, και ως εκ τούτου έχει τις μεγαλύτερες προοπτικές.

Λαμβάνοντας υπόψη τις διμερείς σχέσεις εμπορίας πετρελαίου, θα πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι οι ΗΠΑ λαμβάνουν το 16% των συνολικών τους εισαγωγών πετρελαίου από την Αφρική, με το μερίδιο του πετρελαίου της δυτικής Αφρικής να ισούται με το μερίδιο της Σαουδικής Αραβίας.

Το Εθνικό Συμβούλιο Πληροφοριών των ΗΠΑ (National Intelligence Council) προβλέπει ότι η δυτική Αφρική θα διαδραματίσει μεγαλύτερο ρόλο στις διεθνείς αγορές ενέργειας, παρέχοντας το 2015 (σ.σ. η έκθεση του συμβουλίου είναι του 2014) το 25% των εισαγωγών πετρελαίου της Β. Αμερικής. Αυτό αποκαλύπτει τη στρατηγική σημασία του πετρελαϊκού τομέα της υποσαχάριας Αφρικής για τις ΗΠΑ.

Όντως, οι ανωτέρω χώρες της δυτικής και της κεντρικής Αφρικής, έχουν καταστεί επίκεντρο του ενδιαφέροντος του Πενταγώνου από το 2002, πόσω μάλλον η Λιβύη, ή οποία δέχθηκε την επίθεσή του ΝΑΤΟ το 2011. Το γεγονός αυτό δύσκολα αποτελεί σύμπτωση. Το πετρέλαιο της δυτικής Αφρικής παραμένει στρατηγικά σημαντικό για τους χαράσσοντες την αμερικανική πολιτική, ειδικά επειδή φέρεται ως εναλλακτική πρόταση απέναντι στο πετρέλαιο του Περσικού Κόλπου.

Το 2007 θεσπίστηκε η «AFRICOM». Πολλοί από αυτούς που ασκούν κτιτική στην «AFRICOM» πιστεύουν ότι υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ της ύπαρξης της «AFRICOM» και των αμερικανικών συμφερόντων στο πετρέλαιο της Αφρικής. Υπάρχει παραλληλισμός μεταξύ της αυξημένης στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στην Αφρική και της στρατιωτικής τους επέκτασης στον Περσικό Κόλπο μετά τη θέσπιση του «Δόγματος CARTER».

Σύμφωνα με το υπόψη δόγμα, η Washington έπρεπε να εγγυηθεί την ασφάλεια των πετρελαϊκών προμηθειών των ΗΠΑ. Υπάρχει επίσης το «Δόγμα WOLFOWITZ», το οποίο ορίζει ότι η Washington πρέπει να ελέγχει τις περιοχές που είναι πλούσιες σε πόρους για να αποτρέψει την άνοδο ενός γεωπολιτικού αντιπάλου και αυτοί πλέον είναι πολλοί.

Το 2010 ότι οι ΗΠΑ «δαπάνησαν» σχεδόν 8 τρις δολ. το διάστημα 1967 έως 2007 στην προστασία των πετρελαϊκών εγκαταστάσεων του Κόλπου. Ομοίως, η Washington προβαίνει από το 2002 σε δαπάνες για τη στρατιωτική υποδομή στην Αφρική. Από την άλλη πλευρά, εφίσταται η προσοχή στην αυξημένη δραστηριότητα ισλαμικών τρομοκρατικών οργανώσεων στην Αφρική. 

Όλως περιέργως, οι τρομοκρατικές επιθέσεις των οργανώσεων σημειώνονται στις πλούσιες σε πετρέλαιο περιοχές του Βορρά, της δύσης και των κεντρικών τμημάτων της ηπείρου, ενώ όλες είναι ουσιαστικά ελεγχόμενες από τα σουνιτικά κέντρα της Σ. Αραβίας. Κυρίως, οι 3 ισλαμικές τρομοκρατικές οργανώσεις «BOKO HARAM», «AL QAEDA IN MAGHREB» και «AL SHABAAB» αποτελούν σημαντική απειλή για τις αφρικανικές χώρες. 

Παρ’ όλα αυτά, η στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ δεν έχει οδηγήσει σε μείωση της ισλαμικής απειλής. Αντιθέτως, ισλαμικές εξτρεμιστικές ομάδες έχουν εντείνει προσφάτως τη δραστηριότητά τους στην ήπειρο. Η «ΒΟΚΟ HARAM» απέκτησε νέα δυναμική μετά την επέμβαση του ΝΑΤΟ στη Λιβύη, καθώς περιήλθαν στην κατοχή της μεγάλες ποσότητες όπλων και πυρομαχικών από τα αποθέματα της χώρας.

Η δυτική εισβολή είχε ως άμεσο αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση της τρομοκρατικής δράσης στην περιοχή του Sahel και πέραν αυτής. Το ερώτημα που εγείρεται λοιπόν είναι αν η τρομοκρατική απειλή λειτουργεί ως δικαιολόγηση της περαιτέρω στρατιωτικής επέκτασης των ΗΠΑ στην περιοχή, αλλά και της επιβολής των δικών της προσώπων στα πολιτικά δρώμενα, οι οποίοι εμφανίζονται ως απελευθερωτές και εγγυητές της ασφάλειας και της τάξης.

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου