Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2016

ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ. ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ «ΠΕΡΑΣΕ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΜΑΣ»

 

Αν δεν υπήρχαν, μια στις τόσες, και οι φασαρίες στα hot spot, ο διάττων αστέρας του προσφυγικού θα είχε εξαφανιστεί εντελώς από το στερέωμα των τηλεοπτικών δελτίων.

Σε μεγάλο βαθμό και από την καθημερινότητα μας, αφού τώρα πια στα καραβάκια που φεύγουν από το τουρκική ακτή για τη Λέσβο αυτοί που στριμώχνονται, διακινδυνεύοντας τη σωματική τους ακεραιότητα, είναι, κυρίως, οι Μυτιληνιοί που γυρίζουν φορτωμένοι από το παζάρι του Αϊβαλιού, κάθε Πέμπτη. Νομίμως και μόνο με έξι ευρώ.

Κι όμως πέρσι, τέτοιον καιρό, στη Λέσβο παρατηρούσαμε «συγκλονισμένοι» τα άλλα δρομολόγια, έχοντας την αίσθηση ότι ζούμε ιστορικές στιγμές που δε θα μπορέσουμε ποτέ να ξεχάσουμε. Στιγμές που θα έπρεπε, με κάποιον τρόπο, να μνημονεύονται στα μελλοντικά σχολικά εγχειρίδια.

Μεγαλώσαμε, άλλωστε, σε ένα πολιτισμικό περιβάλλον που θεωρεί ότι η γνώση της ιστορίας αποτελεί απαραίτητο εργαλείο για τη διαχείριση του παρόντος και την προετοιμασία του μέλλοντος, και, παρά τις ελλείψεις στις ιστορικές μας γνώσεις, έχουμε πειστεί ότι το παρελθόν είναι χρήσιμο.

Του επιτρέπουμε να καταλαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερο χώρο στο παρόν που, ούτως ή άλλως, συρρικνώνεται, καθώς ο χρόνος κινείται με ιλιγγιώδη ταχύτητα και το μέλλον εμφανίζεται χωρίς να προλαβαίνουμε να το οραματιστούμε, να το σχεδιάσουμε ή να το προβλέψουμε.

Και όσο πιο πολύ σημασία δίνουμε στο παρελθόν, τόσο περισσότερο αισθανόμαστε ότι είναι εξαιρετικά ευαίσθητο και ότι αν δεν πάρουμε τα μέτρα μας τα κατάλοιπά του θα εξαλειφθούν και, τελικά, θα ξεχάσουμε. 

Σε αυτή την εποχή, που χαρακτηρίζεται από μια «υπερτροφία της μνήμης», η ενασχόληση με το παρελθόν δεν αποτελεί ένα περιθωριακό κομμάτι της δημόσιας ζωής που αφορά κυρίως το ιδεολογικό οπλοστάσιο ενός έθνους, αλλά διαπερνά όλο το φάσμα της καθημερινότητας των πολιτών.

Έχουμε αναπτύξει μια πλούσια τεχνολογία ενθύμησης που, μέσα από επετείους, τελετές, μνημεία, μουσεία και αρχεία, στοχεύει στην πάταξη της λήθης που, αν και αποτελεί σύντροφο απαραίτητο της μνήμης και παράγοντα εξασφάλισης της κοινωνικής και προσωπικής μας ισορροπίας, στο δημόσιο λόγο συνήθως φαντάζει ως απειλή, πράξη αντεθνική που θα μας οδηγήσει σε μελλοντικά «δεινά».

Παρά τους περιορισμούς των νομοθετικών πλαισίων, παρά τα στεγανά των ακαδημαϊκών πειθαρχιών, ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων διατυπώνει δημόσια ιστορικό λόγο, ενώ οι επικοινωνιακές δυνατότητες της εποχής μας, κυρίως μέσα από το διαδίκτυο, κάνουν αυτόν τον λόγο συχνά πιο διαδεδομένο, οικείο και πειστικό από εκείνον που διατυπώνουν τα επίσημα βιβλία, το σχολείο και τα μουσεία.

Πέρσι, λοιπόν, αυτή η «αιφνίδια» παρέμβαση των χιλιάδων μισοπνιγμένων αλλόγλωσσων στο τοπίο της νησιώτικης ρουτίνας, μάς ανάγκασε να έρθουμε πρόσωπο με πρόσωπο με την ιστορία. Όχι όπως αυτή διδάσκεται στις σχολικές τάξεις, αλλά όπως αυτή γράφεται μπροστά μας. Όχι, όπως τη βλέπουμε από απόσταση ως «μεταγενέστεροι», αλλά όπως τη διαμορφώνουμε εμείς οι ίδιοι, ως «συνυπεύθυνοι».

Και υπήρχε διάχυτη η αίσθηση ότι είχαμε την ευκαιρία και τη δυνατότητα, αυτή τη φορά, να φροντίσουμε όλοι να καταγράψουμε αυτό που συνέβαινε για να το διατηρήσουμε για πάντα στη μνήμη μας. Έτσι, με μια, μάλλον, ασαφή αντίληψη για τη σκοπιμότητα αυτής της μνημονικής αποστολής, επαγγελματίες φωτορεπόρτερ, ερασιτέχνες φωτογράφοι και ο κάθε απλός άνθρωπος που πέρασε από τη Λέσβο με ένα κινητό τηλέφωνο στο χέρι κατέγραψαν εκατοντάδες χιλιάδες στιγμιότυπα της «προσφυγικής κρίσης».

Βρεθήκαμε, λοιπόν, με ένα πρωτοφανές σε μέγεθος φωτογραφικό αρχείο, καλά προστατευμένο στα νέφη του παγκόσμιου ιστού, που συγκροτήθηκε από ένα πρωτοφανές πλήθος καταγραφέων και όχι από μια μικρή ομάδα ειδικών, και που στο μεγαλύτερο μέρος του είναι προσβάσιμο από τον καθένα. Ένα δημόσιο αρχείο, δηλαδή, δυναμικά εμπλουτιζόμενο.

Μιλάω, κυρίως, για τις εικόνες, επειδή αν και συνοδεύτηκαν από χιλιάδες λεκτικά σχόλια και αναλύσεις, έχουμε, μάλλον, πειστεί ότι «μια εικόνα ισοδυναμεί με χίλιες λέξεις». Και, παρότι όλοι ξέρουμε πια καλά πόσο απατηλά μπορεί να είναι τα φωτογραφικά ντοκουμέντα, διαμορφώνουμε την αντίληψή μας για τα πράγματα, κυρίως, μέσα από αυτά.

Αυτές οι εντυπωσιακές εικόνες, μπορεί να μας καθήλωσαν, να μας σοκάρισαν, αλλά, παρά το πλήθος και την ποιότητά τους, φοβάμαι ότι δεν μας εμπόδισαν να ξεχάσουμε. Να ξεχάσουμε, ότι οι εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες αποτελούν ξεχωριστές προσωπικότητες με ποικίλες δυνατότητες, κοσμοθεωρίες, στόχους και συμπεριφορές, μεσ' την προσφυγιά τους, και όχι τα πολλαπλά είδωλα μίας και μόνης στερεοτυπικής α-χρονικής εικόνας του πρόσφυγα βουβού θύματος που περιμένει από εμάς τους ασφαλείς τη σωτηρία του.

Να ξεχάσουμε ότι στην ιστορία αυτή πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξαν και παίζουν και όσοι δε συμπεριλήφθηκαν στο κάδρο: οι αλληλέγγυοι (με ή χωρίς εισαγωγικά), οι εκμεταλλευτές, οι καλοθελητές, οι «αρμόδιοι», οι «παράγοντες». Να ξεχάσουμε ότι αυτό που αποτυπώνεται στις φωτογραφίες είναι, κυρίως -για να μην πω αποκλειστικά- η δική μας ματιά.

Μέσα στους διακριτούς κόσμους που δημιουργούν οι αλυσιδωτές «φιλίες» των ψηφιακών κοινωνικών δικτύων, μόνο αποσπασματικά εμφανίζεται η ματιά των «εκείνων». Και, μάλιστα, μέσα από την πρωτοβουλία ενός «ευαισθητοποιημένου» ευρωπαίου που επιδεικνύει έναν πρόσφυγα, όπως στα πανηγύρια επιδεικνύουν την «ασώματο κεφαλή», και όλοι εμείς απορούμε και θαυμάζουμε που μπορεί να μιλάει, να γελάει, να ονειρεύεται, να έχει i-phone και να φοράει κραγιόν (ο πρόσφυγας, όχι η ασώματος κεφαλή).

Δεν μας εμπόδισαν, τέλος, να ξεχάσουμε ότι και τώρα που δεν έχει καθημερινά ναυάγια, αντίσκηνα στην κεντρική πλατεία και νεκρά παιδιά στην παραλία, το «προσφυγικό ζήτημα» είναι μια πληγή που κακοφορμίζει, ακόμη και αν δεν εμφανίζεται στις σέλφι που ανεβάζουμε.

Με άλλα λόγια οι εικόνες του προσφυγικού μπορεί να μας στοιχειώνουν για χρόνια, αλλά έτσι αιωρούμενες στο ψηφιακό μας σύμπαν, έγιναν ήδη παρελθόν. Βρέθηκαν στον πάτο της ροής του facebook, κάτω από φωτογραφίες γενεθλίων, χαριτωμένων γάτων και της επίσκεψης Ομπάμα στον ιερό βράχο.

Αφήσαμε την ιστορία να «περάσει μέσα από τα δάχτυλά μας» -που θά 'λεγε και ο ποιητής- χωρίς να προλάβουμε να σκεφτούμε, χωρίς να αποφασίσουμε να παρέμβουμε ουσιαστικά, χωρίς να πάρουμε, εν τέλει, μυρωδιά. Θα πρέπει πάλι να περιμένουμε κάμποσες δεκαετίες, τον επαγγελματία «ιστορικό του μέλλοντος» να μας εξηγήσει αυτά που θα έπρεπε να έχουμε διαπιστώσει στην πράξη.

Μέχρι τότε, μπορούμε κανονικά να προστατεύουμε τα παιδιά μας από τα μη εμβολιασμένα προσφυγόπουλα, την πίστη και τη σημαία μας από τους αλλόδοξους, τον υψηλό πολιτισμό μας από αυτούς που πιθανότατα εξακολουθούν να τρώνε βελανίδια - ελλείψει άλλης καταλληλότερης τροφής.

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου