Aνησυχία
για την ανάκαμψη της οικονομίας, κάνοντας λόγο για εξελίξεις στην οικονομία
αντίθετες με τις αρχικές προσδοκίες εκφράζει το Γραφείο Προϋπολογισμού της
Βουλής, το οποίο, αντί να χαιρετίσει ως θετικό στοιχείο το υψηλό πλεόνασμα του
2016, προειδοποιεί ότι εάν η δημοσιονομική υπεραπόδοση του συνεχιστεί και το
2017, θα υποσκάψει τη δυνατότητα της ελληνικής οικονομίας να παράγει πρωτογενή
πλεονάσματα μεσοπρόθεσμα.
Παρά
ταύτα, η έκθεση κάνει λόγο για σειρά θετικών επιπτώσεων και ευκαιριών για την
ελληνική οικονομία μετά την προκαταρκτική συμφωνία κυβέρνησης - θεσμών υπό την
προϋπόθεση όμως ότι θα εφαρμοστεί ομαλά η συμφωνία.
Ταυτόχρονα,
επισημαίνει και κινδύνους όπως η διατήρηση του στόχου για πρωτογενή πλεονάσματα
3,5% του ΑΕΠ τουλάχιστον ώς το 2021 (στη χειρότερη περίπτωση ώς το 2023), καθώς
ισοδυναμεί με παράταση λιτότητας και νέες φορολογικές επιβαρύνσεις.
Επιπλέον,
θεωρεί πως με την υπεραπόδοση του 2016 χάθηκε βασικό πλεονέκτημα του τρίτου
προγράμματος, που ήταν οι χαμηλότεροι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Τα
θετικά της συμφωνίας σύμφωνα με το γραφείο είναι:
1. Εξάλειψη αβεβαιοτήτων για την οικονομική
πολιτική.
2.Βελτίωση επενδυτικού κλίματος. Θα ενισχυθεί
πιθανόν η δυναμική της υλοποίησης πολλών επενδύσεων που έχουν ήδη συμφωνηθεί
στο πλαίσιο των αποκρατικοποιήσεων (Fraport, COSCO, ΤΡΑΙΝΟΣΕ κ.ά.).
3.Αξιοποίηση χρηματοδοτικών εργαλείων Ε.Ε. και
άλλων θεσμών (π.χ., μέσω του νέου ΕΣΠΑ αναμένεται να αντληθούν έως το 2020
περίπου 8,4 δισ. ευρώ μόνο για έργα υποδομής).
4.Εκταμίευση 7 δισ. ευρώ της δανειακής
σύμβασης, μέρος των οποίων θα κατευθυνθεί στην αποπληρωμή των οφειλών του
Δημοσίου, άρα και στην τόνωση της οικονομίας.
5.Δυνατή η συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής
χαλάρωσης της ΕΚΤ εντός του 2017.
6.Με παραμονή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, θα
καταστεί ευκολότερη η πρόσβαση στις διεθνείς αγορές για τη (μερική αρχικά)
αναχρηματοδότηση του χρέους.
7.Το 2018 θα καταστεί δυνατό το άνοιγμα
προληπτικής πιστωτικής γραμμής από τον ΕSM, όπως ακριβώς συνέβη με τις άλλες
χώρες (Πορτογαλία, Ισπανία).
8.Η χώρα θα βρεθεί σε τροχιά εξόδου από την
αυστηρή εποπτεία των Μνημονίων, παραμένοντας ωστόσο όμως στη συνήθη «αμοιβαία
εποπτεία» που προβλέπεται στις συνθήκες (Ε.Ε., ΕSM).
Το
Γραφείο επισημαίνει και την ύπαρξη κινδύνων, όπως:
1.Η συμφωνία για τη δεύτερη αξιολόγηση δεν θα
ωφελήσει με καθυστέρηση της εφαρμογής της.
2.Η διατήρηση του στόχου για πρωτογενή
πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ τουλάχιστον ώς το 2021 (στη χειρότερη περίπτωση ώς το
2023) ισοδυναμεί με λιτότητα που θα πιέζει την οικονομία, καθώς συνεπάγεται
νέες φορολογικές επιβαρύνσεις. Ως αποτέλεσμα, δεν αίρεται μια πηγή της
αβεβαιότητας που αφορά κυρίως τους φόρους.
3.Το οικονομικό κλίμα δεν αντιστρέφεται
εύκολα.
4.Άλλοι κίνδυνοι προέρχονται από το υπέρογκο
χρέος, οι προθεσμίες και τα χρονοδιαγράμματα του οποίου είναι ασφυκτικά.
Κατά
τη γνώμη του Γραφείου, η άνοιξη του 2018 θα είναι κρίσιμη πολιτικά και
οικονομικά, καθώς τότε θα κριθεί αν:
*
Επιτυγχάνονται οι δημοσιονομικοί στόχοι το 2018.
*
Θα εφαρμοστούν τα αντίμετρα.
*
Θα επισπευστούν τα φορολογικά του 2020 στο 2019.
*
Θα οριστικοποιηθούν οι αποφάσεις για το χρέος.
Η
έκθεση αμφιβάλλει αν τα πρωτογενή πλεονάσματα μπορούν να διατηρηθούν επί μακρόν
στο 3,5% ΑΕΠ μετά το 2018 χωρίς ζημία για την οικονομία. Και βέβαια, θα ήταν
καλύτερα οι στόχοι για το 2018 και μετά να ήταν χαμηλότεροι, περίπου στο 2% του
ΑΕΠ, όπως προτείνουν μεταξύ άλλων ΔΝΤ και ΤτΕ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου