Το αρμόδιο για την
υπόθεση Περιφερειακό Δικαστήριο του Σάλτσμπουργκ απέρριψε την Τρίτη το αίτημα
της εισαγγελίας για προφυλάκιση του κατηγορούμενου για κατασκοπεία υπέρ της
Ρωσίας Αυστριακού απόστρατου αξιωματικού.
Ο οποίος κρατείτο από το περασμένο
Σάββατο και κατόπιν αυτού αφέθηκε απόψε ελεύθερος, ενώ ο εισαγγελέας κατέθεσε
προσφυγή κατά της απόφασης του δικαστηρίου.
Έπειτα από την
ακρόαση του 70χρονου κατηγορουμένου, η δικαστής αποφάσισε το απόγευμα την
απόρριψη της προφυλάκισής του, θεωρώντας, όπως ανακοινώθηκε σχετικά, ότι δεν
υπάρχει κίνδυνος φυγής του στο εξωτερικό, όπως διαπιστώνεται και από το γεγονός
ότι ο ίδιος γνώριζε ήδη εδώ και δύο μήνες για τις διεξαγόμενες έρευνες εναντίον
του.
Ωστόσο, το δικαστήριο
όρισε ως υποχρέωσή του την κατάθεση του διαβατηρίου του και την καθημερινή
παρουσίασή του στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα της περιοχής της κατοικίας του
στο ομόσπονδο κρατίδιο της Άνω Αυστρίας.
Από την προανάκριση
διαπιστώθηκε, σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, πως ο εμπλεκόμενος στην
υπόθεση απόστρατος αξιωματικός δεν διαθέτει πληροφορίες που θα μπορούσε να
μεταβιβάσει περαιτέρω, και εκτός αυτού του έχουν αφαιρεθεί από την αστυνομία
«όλα τα τεχνικά μέσα επικοινωνίας».
Πάντως, σύμφωνα με
πληροφορίες, την τελική απόφαση ως προς την προσφυγή της εισαγγελίας και ως
προς το εάν ο 70χρονος θα πρέπει να συλληφθεί εκ νέου και να προφυλακιστεί, θα
πρέπει να πάρει το Ανώτατο Περιφερειακό Δικαστήριο του ομόσπονδου κρατιδίου της
Άνω Αυστρίας.
Οι «αποκαλύψεις» για
κατασκοπεία υπέρ της Ρωσίας, που φέρεται να πραγματοποιούσε επί πολλά χρόνια
απόστρατος ανώτερος αξιωματικός του αυστριακού στρατού, είχαν γίνει, σε έκτακτη
συνέντευξη Τύπου την περασμένη Παρασκευή στη Βιέννη, από τον ίδιο τον
ομοσπονδιακό καγκελάριο της Αυστρίας και αρχηγό του συντηρητικού Λαϊκού
Κόμματος Σεμπάστιαν Κουρτς.
Από τη μεριά του, ο
ομοσπονδιακός πρόεδρος της Αυστρίας Αλεξάντερ Βαν ντερ Μπέλεν, σε
χθεσινοβραδινή συνέντευξή του στη δημόσια Αυστριακή Τηλεόραση, με την ευκαιρία
της 100ής επετείου της ανακήρυξης της Πρώτης Αυστριακής Δημοκρατίας, στις 12
Νοεμβρίου 1918, προειδοποίησε πως δεν θα πρέπει να γίνεται
«υπερδραματικοποίηση» της υπόθεσης.
Όπως τόνισε ο
Αυστριακός πρόεδρος, ο οποίος την Κυριακή είχε συνομιλία στο Παρίσι με τον Ρώσο
υπουργό Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ, στο περιθώριο των εορτασμών για τη λήξη του
Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο ίδιος δεν αναμένει αρνητικές συνέπειες στις σχέσεις
Βιέννης-Μόσχας, εξαιτίας αυτής της «υπόθεσης κατασκοπείας».
Ο γνωστός Αυστριακός
ιστορικός και διευθυντής του αυστριακού Κέντρου για Μυστικές Υπηρεσίες,
Προπαγάνδα και Θέματα Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο του Γκρατς Ζίγκφριντ Μπερ, από
την πρώτη στιγμή των «αποκαλύψεων» έκανε λόγο για «μεγαλοποίηση της υπόθεσης
από την αυστριακή κυβέρνηση».
Ο ίδιος δήλωσε
«έκπληκτος» για το γεγονός, όπως είπε, ότι η αυστριακή κυβέρνηση «μεγαλοποιεί»
αυτήν την υπόθεση κατασκοπείας, ενώ μίλησε για «παραφούσκωμα» της υπόθεσης,
προσθέτοντας πως δεν αναμένει πως θα υπάρξουν πραγματικές συνέπειες από αυτή.
Σύμφωνα με τον
Ζίγκφριντ Μπερ, οι υπηρεσίες κατασκοπείας μεγάλων χωρών ζουν σε μια παράδοση
και μετά τον Ψυχρό Πόλεμο ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει, - εξάλλου η θέση της
Βιέννης συνεχίζει να είναι γεωπολιτικά ιδιαίτερα προσιτή, έχοντας το καθεστώς της
διαρκούς ουδετερότητάς της.
Ενδεικτική ήταν η
έντονη αντίκρουση των αποκαλύψεων από τη μεριά του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών
Σεργκέι Λαβρόφ, ο οποίος, ήδη την Παρασκευή, σε δηλώσεις του, εκφράζοντας τη
«δυσάρεστη έκπληξη» της Μόσχας, ανέφερε χαρακτηριστικά:
«Κατηγορούμαστε και μας
ζητείται να ζητήσουμε συγγνώμη για μία υπόθεση για την οποία δεν γνωρίζουμε
τίποτε».Ο Σεργκέι Λαβρόφ είχε
παρατηρήσει με κάθε σαφήνεια πως, όταν η Βιέννη έχει ερωτήματα προς τη Ρωσική
Ομοσπονδία, θα πρέπει να απευθύνεται σε αυτή μέσα από τη διπλωματική οδό κι όχι
με δημόσιες ανακοινώσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου