Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

H AΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ H ΜΥΘΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

 

Μέ τήν ε­ναν­θρώ­πη­ση καί γέν­νη­σή Του ο Θε­άν­θρω­πος Ιησούς Χρι­στός πραγμα­το­ποι­εί τό σκο­πό της πλά­σε­ως του ανθρώπου, τήν εμ­φά­νι­ση του Θεανθρώ­που στήν ιστορία.

Τήν ένω­ση του κτι­στού πλά­σμα­τος μέ τόν Άκτιστο Πλά­στη. Ὁ σκο­πός της ε­ναν­θρω­πή­σε­ως είναι η θέ­ω­ση του ανθρώπου. 

«Άνθρωπος γί­νε­ται Θε­ός, ί­να Θε­όν τόν Αδάμ απερ­γά­ση­ται» (τρο­πά­ριο Χριστου­γέν­νων). «Αυ­τός ε­νην­θρώ­πη­σεν, ίνα η­μείς θε­ο­ποι­η­θώ­μεν» (Μ. Α­θα­νά­σιος). «Άν­θρω­πος γάρ εγένετο ο Θε­ός καί Θε­ός ο άνθρωπος» (Ι. Χρυσόστομος).

Στή λο­γι­κή ενός η­θι­κι­στού ο ό­ρος «θε­ο­ποι­η­θώ­μεν», πού χρησι­μο­ποι­ούν Πα­τέ­ρες, ό­πως ο Μ. Α­θα­νά­σιος, εί­ναι σκάν­δα­λο. Γι’ αυ­τό μιλούν γιά «ηθική θέ­ω­ση». 

Δι­ό­τι φο­βούν­ται νά δε­χθούν, ότι μέ τή θέ­ω­ση μετα­βάλ­λε­ται «κα­τά χά­ριν» αυτό πού ο Τρι­α­δι­κός Θε­ός είναι «κα­τά φύ­σιν» (άκτιστος, άναρχος, α­θά­να­τος). 

Τά Χρι­στού­γεν­να είναι, γι’ αυ­τό, άμεσα συν­δε­δε­μέ­να καί μέ τή Σταύ­ρω­ση καί τήν Ἀνάσταση, αλλά καί τήν Α­νά­λη­ψη καί τήν Πεν­τη­κο­στή. Ὁ Χρι­στός - Θεάν­θρω­πος χα­ρά­ζει τόν δρό­μο, πού κα­λεί­ται νά βα­δί­σει κά­θε σω­ζό­με­νος άνθρωπος, ε­νού­με­νος μα­ζί Του.

Ο Ευαγ­γε­λι­σμός καί τά Χρι­στού­γεν­να οδηγούν στήν Πεν­τη­κο­στή, τό γε­γο­νός της θε­ώ­σε­ως του αν­θρώ­που ἐν Χριστώ, μέ­σα δη­λα­δή στό σώ­μα του Χρι­στού. 

Αν τά Χρι­στού­γεν­να εί­ναι η γέν­νη­ση του Θεού ως ανθρώπου, η Πεν­τη­κο­στή εί­ναι η τε­λεί­ω­ση του ανθρώπου ως Θε­ού κα­τά χά­ριν. 

Μέ τό βά­πτι­σμά μας με­τέ­χου­με στή σάρ­κω­ση, τόν θά­να­το καί τήν α­νά­στα­ση του Χρι­στού, ζούμε καί μείς τά «Χρι­στού­γεν­νά μας», τήν ανάπλα­σή μας.

Οι Άγιοι δέ, πού φθά­νουν στήν ένω­ση μέ τόν Χρι­στό, τή θέ­ω­ση, με­τέ­χουν στήν Πεν­τη­κο­στή καί φθά­νουν έ­τσι στήν τε­λεί­ω­ση καί ολο­κλή­ρω­ση του α­να­γεν­νη­μέ­νου εν Χριστώ ανθρώπου. Αυτό ση­μαί­νει εκκλησι­α­στι­κά πραγ­μά­τω­ση του ανθρώπου, εκ­πλή­ρω­ση δη­λα­δή του σκο­πού της υ­πάρ­ξε­ώς του. 

Όσο κι αν είναι κου­ρα­στι­κός ο θε­ο­λο­γι­κός λό­γος, καί μά­λι­στα στόν α­μύ­η­το θε­ο­λο­γι­κά σύγ­χρο­νο άν­θρω­πο, δέν εκφράζει πα­ρά τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της εμπειρίας των Αγίων μας.

Μέ­σα από αυ­τή τήν έμπειρία καί μό­νο μπο­ρούν νά κα­τα­νο­η­θούν εκ­κλη­σι­α­στι­κά, δη­λα­δή Χριστοκεντρικά, τά Χρι­στού­γεν­να. Αντίθε­τα, η άδυναμία του μή α­να­γεν­νη­μέ­νου εν Χριστώ ανθρώπου νά νοηματοδοτήσει τά Χρι­στού­γεν­να έ­χει ο­δη­γή­σει σέ κά­ποι­ους γύ­ρω απ’ αυτά μύ­θους.

 Οι άγευστοι της αγι­ο­πνευ­μα­τι­κής ζωής, μή μπο­ρών­τας νά ζή­σουν τά Χρι­στού­γεν­να, μυ­θο­λο­γούν γι’ αυτά, στά όρια της φαν­τα­σί­ας καί μυθοπλασίας, χά­νον­τας τό α­λη­θι­νό νό­η­μά τους.

Ό­πως μά­λι­στα θά δούμε, ο απο­προ­σα­να­το­λι­σμός αυ­τός δέν συν­δέ­ε­ται πάν­το­τε μέ τήν άρνηση του μυστηρί­ου, αλλά μέ άδυναμία βι­ώ­σε­ώς του, που ο­δη­γεί α­να­πό­φευ­κτα στήν παρερ­μη­νεί­α του. 

Μί­α πρώ­τη μυ­θο­λο­γι­κή άπάντηση στό ε­ρώ­τη­μα των Χρι­στου­γέν­νων δί­νε­ται από τήν αίρε­ση, τή στο­χα­στι­κή καί ανέ­ρει­στη - α­νεμ­πει­ρι­κή δη­λα­δή - θε­ο­λό­γη­ση. 

Ο δο­κη­τι­σμός, η φο­βε­ρό­τε­ρη αί­ρε­ση όλων των αιώνων, δέ­χθη­κε κα­τά φαντασί­αν σάρ­κω­ση του Θε­ού Λό­γου (δο­κείν - φαί­νε­σθαι). Φαι­νο­με­νι­κή, δηλα­δή, πα­ρου­σί­α του Θε­ου στήν εν­δο­κο­σμι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Γιά ποι­ό λόγο; Θά μπορούσε νά ε­ρω­τή­σει κα­νείς.

Οι Δο­κήται η Δο­κη­ταί κά­θε έποχής δέν μπο­ρούν νά ανε­χθούν, στά όρια της λογικής τους, τή σάρ­κω­ση καί τή γέν­νη­ση του Θε­ού ως ανθρώπου.Με­τα­βαλ­λό­με­νοι σέ αυ­τό­κλη­τους υ­πε­ρα­σπι­στές του κύ­ρους του Θε­ού, ντρέ­πον­ται νά δε­χθούν κά­τι πού ο ίδιος ο Θε­ός επέ­λε­ξε γιά τή σω­τη­ρί­α μας. 

Τόν δρό­μο της μη­τρό­τη­τος. Νά γεννηθεί δη­λα­δή από μιά Μάν­να, έ­στω καί αν αυ­τή δέν εί­ναι άλλη από τό κα­θα­ρό­τε­ρο πλά­σμα όλης της αν­θρώ­πι­νης ιστορίας, τήν Πα­να­γί­α Παρ­θέ­νο. Όλοι αυ­τοί μπο­ρούν νά καταταχτούν στούς «υ­πε­ρά­γαν» Ορθοδόξους (κα­τά τόν αγ. Γρη­γό­ριο τόν Θε­ο­λό­γο).

Για­τί ο Δο­κη­τι­σμός ο­δή­γη­σε στόν Μο­νο­φυ­σι­τι­σμό, στήν άρνηση της ανθρωπότητος του Χρι­στού. Είναι οι συν­τη­ρη­τι­κοί, οι τυ­πο­κρά­τες, οι ευσκανδά­λι­στοι. 

Γι’ α­υτούς όλους εί­ναι σκάν­δα­λο η αλήθεια, η πραγματικότητα, η ι­στο­ρι­κό­τη­τα. Ε­νώ άλλοι απορ­ρί­πτουν τή θε­ό­τη­τα του Χριστού, αυ­τοί αρνούνται τήν αν­θρω­πό­τη­τά του. 

Kαί όμως, η Όρθοδοξία ως Χρι­στι­α­νι­σμός στήν αυθεν­τι­κό­τη­τά του, είναι η «ιστο­ρι­κό­τε­ρη θρη­σκεί­α», κατά τόν άείμνηστο π. Γε­ώρ­γιο Φλω­ρόφ­σκυ.

Ζεί στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα των ενερ­γει­ών του Θε­ού γιά τή σω­τη­ρί­α μας καί τίς δέ­χε­ται μέ τόν ρε­α­λι­σμό της Θε­ο­τό­κου: «Ιδού η δού­λη Κυ­ρί­ου, γέ­νοι­τό μοι κα­τά τό ρήμα σου» (Λουκ. Ι, 38)! 

«Καί ο Πι­λά­τος στό Σύμ­βο­λο» - λέ­γει μιά ω­ραί­α σερ­βι­κή πα­ροι­μί­α. Δι­ό­τι ο Πι­λά­τος, ο πιό ά­βου­λος αξι­ωμα­τού­χος της ίστορίας, ως υπαρκτό ιστο­ρι­κό πρό­σω­πο, βε­βαι­ώ­νει τήν ιστο­ρι­κό­τη­τα του Ευ­αγ­γε­λί­ου. 

Εις πείσμα ό­μως των Δο­κη­τών ο Θε­ός - Λό­γος «σάρξ εγένετο – δη­λα­δή άνθρωπος - καί εσκή­νω­σεν εν η­μίν, καί ε­θε­α­σά­με­θα τήν δό­ξαν αυ­τού (τό άκτιστο φώς της θεότητός Του)» (Ιω­άνν. Ι, 14).

Δι­ό­τι «εν αυτώ κατοικεί πάν τό πλή­ρω­μα της θεότητος σω­μα­τι­κώς» (Κολ. 2, 9), είναι δη­λα­δή τέ­λει­ος Θε­ός καί τέ­λει­ος Άνθρωπος. Η σάρ­κω­ση και γέν­νη­ση του Θε­αν­θρώ­που είναι σκάν­δα­λο γιά τήν άνθρώπινη σο­φί­α, πού αυτοκαταργουμένη καί αυτοαναιρουμένη σπεύ­δει νά χα­ρα­κτη­ρί­σει «μω­ρί­α» τό μυ­στή­ριο του Χρι­στού.

Όπού κο­ρυ­φώ­νε­ται στόν σταυ­ρι­κό του θάνα­το (Α΄Κορ. Ι, 23). Είναι δυ­να­τόν ὁ Θε­ός νά φθά­σει σέ τέ­τοι­ο όριο κε­νώ­σε­ως, ώστε νά πε­θά­νει πά­νω στόν σταυ­ρό ως Θε­άν­θρω­πος;

Αυτό είναι τό σκάν­δα­λο γιά τούς σο­φούς του κό­σμου. Γι­’­ αυτούς οι «θε­οί» του κό­σμου τούτου συ­νή­θως θυ­σιά­ζουν τούς αν­θρώ­πους γι’ αυ­τούς, δέν θυ­σι­ά­ζον­ται αυτοί γιά τούς ανθρώπους. Πως θά δε­χθούν τό μυ­στή­ριο της Θεί­ας Α­νι­δι­ο­τέ­λειας; 

«Ούτως η­γά­πη­σεν ο Θε­ός τόν κό­σμον, ώστε τόν υιόν αυ­τού τόν μο­νο­γε­νή έδω­κεν (θυ­σί­α­σε) … ίνα σω­θή ο κό­σμος δι­’­αυ­τού» (Ιω­άνν. 3, 16.17). 

Στά όρια της «λογικής» η «φυσικής» θεολογήσεως χά­νε­ται τε­λι­κά τό θειο στοιχείο στό πρό­σω­πο του Χρι­στού καί μέ­νει τό αν­θρώ­πι­νο, πα­ρα­νο­η­μέ­νο καί αυ­τό καί παρερ­μη­νευ­μέ­νο.

Δι­ό­τι δέν ύπάρχει ιστο­ρι­κά άνθρωπος - Χρι­στός, αλλά Θεάνθρω­πος. Η ένω­ση Θεού καί αν­θρώ­που στό Πρό­σω­πο του Θε­ού-Λό­γου είναι «ασύγ­χυ­τη» μέν, αλ­λά καί «αδι­αί­ρε­τη». 

Οι «λο­γι­κές» ερ­μη­νείες του Προσώ­που του Χρι­στού α­πο­δει­κνύ­ον­ται πα­ρά­λο­γες, δι­ό­τι αδυ­να­τούν νά συλλά­βουν μέ τή λο­γι­κή τό «υ­πέρ­λο­γο».

 Η νο­μι­κή-δι­κα­νι­κή συ­νεί­δη­ση ζει και αυ­τή στόν Χρι­στό τό σκάν­δα­λό της. Αναζητεί σκο­πι­μό­τη­τα κοι­νω­νι­κή στή Σάρ­κω­ση καί κα­τα­λή­γει καί αυ­τή στόν μύ­θο, όταν δέν αυ­το­πα­ρα­δί­δε­ται στόν Θείο Λό­γο. 

Οι Φράγ­κοι κα­τα­σκεύ­α­σαν, μέ­σω του δι­α­κε­κρι­μέ­νου σχο­λα­στι­κού τους Άνσέλμου (11ος αι.), τόν μύ­θο της «ικα­νο­ποι­ή­σε­ως της θεί­ας δι­και­ο­σύ­νης». 

Ο Θε­ός – Λό­γος σαρ­κούται, γιά νά σταυρωθεί - θυσιασθεί καί δώ­σει έ­τσι ικα­νο­ποί­η­ση στήν προ­σβο­λή πού προξένη­σε στόν Θε­ό η άνθρώπινη αμαρτία!

Τά κρατούντα τό­τε στή φραγ­κι­κή φε­ου­δαρ­χι­κή κοι­νω­νί­α προ­βάλ­λον­ται (μυ­θο­λο­γι­κά) στόν Θε­ό, πού παίρ­νει τή θέ­ση στή φραγ­κο­γερ­μα­νι­κή φαν­τα­σί­α ενός υπε­ραυ­το­κρά­το­ρος. 

Ας φω­νά­ζει ο Ιω­άν­νης: «ού­τως ΗΓΑΠΗΣΕΝ ο Θε­ός τόν κόσμο, ώστε τόν υιόν αυτού τόν μο­νο­γε­νή έ­δω­κεν…» (3, 16), ή ο Παύ­λος: «συ­νί­στη­σι δέ τήν εαυ­τού ΑΓΑΠΗΝ πρός η­μάς ὁ Θε­ός, ότι έ­τι αμαρ­τω­λών όντων ημών, Χρι­στός υπέρ ημών άπέθανεν» (Ρωμ. 5,8). Ό­χι! 

«Γιά νά πά­ρει εκ­δί­κη­ση» καί «ζη­τών­τας ικα­νο­ποί­η­ση» θά μά­θει νά φω­νά­ζει ο δυ­τι­κός (η δυ­τι­κο­ποι­η­μέ­νος) άν­θρω­πος. Έτσι πλά­σθη­κε ένας «χρι­στι­α­νι­σμός» άλλου είδους, πού δέν δι­α­φέ­ρει από μυ­θο­πλα­σί­α, α­φού προ­βάλ­λει στόν Θε­ό τή φαν­τα­σί­α καί τίς προ­λή­ψεις μας. 

Η εκλο­γί­κευ­ση (βλ.τόβ΄) καί η εκκοσμίκευση του μυ­στη­ρί­ου του Θεανθρώπου είναι ο με­γα­λύ­τε­ρος κίν­δυ­νος του χρι­στι­α­νι­σμού στήν ιστο­ρία.

Η θρη­σκευ­τι­κή (τυ­πο­λα­τρι­κή) συ­νεί­δη­ση ζει τό «σκάν­δα­λο» της ενανθρωπήσεως κα­τα­φεύ­γον­τας στή θρη­σκει­ο­ποί­η­ση της Πί­στε­ως. Εξαντλεί τό νό­η­μα τών Χρι­στου­γέν­νων στίς τε­λε­τές καί χά­νει τόν α­λη­θι­νό σκο­πό τους, πού είναι η «υιο­θε­σί­α» (θέ­ω­ση). 

«Ίνα τήν υιο­θε­σί­αν απο­λά­βω­μεν…» (Γαλ. 4, 5). Είναι τό σκάν­δα­λο του φα­ρι­σα­ϊ­σμού έστω καί αν λέ­γε­ται Χρι­στι­α­νι­σμός. Είναι όμως καί οι εχθροί του «παι­δί­ου» πού βι­ώ­νουν τό σκάν­δα­λο της εξουσίας.

Ο Η­ρω­δι­σμός! Οι κρα­τούν­τες ή μάλλον «δο­κούν­τες άρ­χειν…» (νομί­ζον­τες ότι κυβερνούν) (Μάρκ. 10,42), όπως ο Η­ρώ­δης, βλέ­πουν στό νε­ο­γέν­νη­το Χρι­στό κά­ποι­ον αν­τα­γω­νι­στή καί κίν­δυ­νο των συμ­φε­ρόν­των τους.

Γι’ αυτό «ζη­τούσι τήν ψυ­χήν του παι­δί­ου» (Ματθ. 2, 20).  Πα­ρερ­μη­νεύ­ουν έτσι τόν ά­λη­θι­νό χα­ρα­κτή­ρα της βα­σι­λι­κής ιδι­ό­τη­τος του Χριστού, της οποίας «ουκ εσταί τέ­λος». 

Ὁ Χρι­στός ως ΒΑΣΙΛΕΥΣ όλης της κτί­σε­ως εί­ναι ο μό­νος άληθινός Κύ­ριός της, ο δη­μι­ουρ­γός καί σω­τή­ρας της καί ό­χι ως οι Ηρώδες του κό­σμου τού­του, πού αδί­στα­κτα δο­λο­φο­νούν γιά νά κρα­τή­σουν τήν ἐξουσία τους.

Ο ά­γιος Γρη­γό­ριος ο Θε­ο­λό­γος (36, 516) προ­σφέ­ρει δυ­να­τό­τη­τα ορθής προ­σεγ­γί­σε­ως των Χρι­στου­γέν­νων, δη­λα­δή αγιοπνευματικής: 

«Τοί­νυν εορ­τά­σω­μεν μή πα­νη­γυ­ρι­κώς, αλλά θεϊκώς· μή κοσμι­κώς, αλλά υπερ­κο­σμί­ως· μή τά ημέ­τε­ρα, αλ­λά τά του η­με­τέ­ρου (=ό­χι δηλα­δή τούς εαυτούς μας, αλλά τόν Χρι­στό ας τιμάμε…)· μάλλον δέ τά του Δε­σπό­του· μή τά της α­σθε­νεί­ας, αλλά τά της ια­τρεί­ας· μή τά της πλά­σε­ως, αλλά τά της ανα­πλά­σε­ως».

ΕΥΦΡΟΣΥΝΑ  ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ!




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου