Το άρθρο με τίτλο «Turkey’s Dangerous New Exports: Pan-Islamist,
Neo-Ottoman Visions and Regional Instability» δημοσιεύθηκε στις 21 Απριλίου 2020 στην ιστοσελίδα του Middle East Institute (mei.edu). Το
ινστιτούτο ιδρύθηκε το 1946 και είναι το μακροβιότερο ινστιτούτο της Ουάσιγκτον
που επικεντρώνεται στη μελέτη της Μέσης Ανατολής.
Σίγουρα
δεν υπάρχει έλλειψη κειμένων για τη σημερινή Τουρκία σε ό,τι αφορά την
«απομάκρυνσή» της από τη Δύση. Ορισμένοι από εκείνους που αποδέχονται ότι αυτή
η απομάκρυνση συμβαίνει ερμηνεύουν τις συνέπειες με γνώμονα τους ενισχυμένους
δεσμούς της Τουρκίας με την Κίνα. Βεβαίως, η ίδια η Τουρκία έχει ξεκινήσει την
πολιτική πρωτοβουλία «Asia Anew» (Ασία Ξανά).
Ωστόσο,
η υπερβολική έμφαση σε αυτή την πρωτοβουλία, καθώς και σε άλλα θεωρούμενα
σημάδια της τουρκικής «απομάκρυνσης από τη Δύση», αποσπά την προσοχή από τα
ιδιαιτέρως χειροπιαστά αποτελέσματα της περιπετειώδους παρουσίας της στη Μέση
Ανατολή, στη Βόρεια Αφρική και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η
ολοένα και πιο παράτολμη εξωτερική πολιτική της Τουρκίας γίνεται ολοφάνερη: από
τη χρησιμοποίηση των προσφύγων ως μέσον εκβιασμού της Ευρωπαϊκής Eνωσης έως την
εξαγωγή μισθοφόρων τζιχαντιστών μαχητών στη Λιβύη. Oλα αυτά δύσκολα μπορούν να
θεωρηθούν ενέργειες μιας υπεύθυνης περιφερειακής δύναμης, πολύ λιγότερο ενός
βασικού μέλους του ΝΑΤΟ.
Συνολικά,
μπορεί λογικά να συμπεράνει κανείς ότι τέτοιες ενέργειες είναι «παράλογες»,
καθώς υποβαθμίζουν τη θέση της Τουρκίας τόσο στην περιοχή όσο και στον κόσμο.
Αλλά αν ερμηνεύσουμε αυτές τις πράξεις ως συνέπειες μιας ιδεολογίας που
διαστρεβλώνει το ορθολογικό συμφέρον ενός κράτους, η υποκείμενη λογική τους
γίνεται λιγότερο απροσπέλαστη.
Σε
αντίθεση με άλλα ισλαμικά ιδεολογικά πρότυπα, ο τουρκικός νεοοθωμανισμός
εστιάζει στην αναβίωση μιας «μεγαλύτερης Τουρκίας». Πρόκειται για μια
προσέγγιση που ανανεώνει ένα κλασικό, πολιτιστικό πρότυπο από την κληρονομιά
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που βασίζεται στην οικονομική, στρατιωτική και
πολιτική ισχύ.
Οι
προσεγγίσεις των δυτικών μέσων ενημέρωσης αγνοούν σε μεγάλο βαθμό αυτές τις
αποχρώσεις, παρουσιάζοντας τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ως έναν αυταρχικό
ηγέτη που επιδιώκει να διευρύνει τη βάση των υποστηρικτών του στην Τουρκία με
οποιοδήποτε κόστος. Ωστόσο, εάν χρησιμοποιήσουμε μόνο αυτό το κριτήριο, τότε ο
αυταρχισμός εμφανίζεται ως το μοναδικό πρόβλημα.
Αντίθετα,
ο Ερντογάν είναι απλώς το σύμπτωμα ενός ευρύτερου προβλήματος – το οποίο είναι
η προώθηση από την Aγκυρα μιας πανισλαμιστικής, νεοοθωμανικής ιδεολογίας που
έχει επικίνδυνες συνέπειες για την Ανατολική Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και
πέραν αυτής. Αυτό το λανθασμένο όραμα πανισλαμισμού αντιστοιχεί σε μια
πολιτισμικά ηγεμονική μορφή πολιτικού Ισλάμ (καθώς και μια μορφή μαχητικού
τζιχαντισμού).
Πώς
έφτασε η Aγκυρα σε αυτό το σημείο; Η έννοια του πανισλαμισμού σίγουρα δεν είναι
νέο φαινόμενο. Από ιστορική άποψη, η Οθωμανική Αυτοκρατορία (1517-1923)
αντιπροσώπευε το τελευταίο χαλιφάτο, το τελευταίο ισλαμικό κράτος. Μια σειρά
από ήττες στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913) και στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
(1914-1918), ακολουθούμενες από μια κρίσιμη νίκη στον Τουρκικό Πόλεμο της
Ανεξαρτησίας (ή τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1919-1922), κορυφώθηκαν με την
ίδρυση του κοσμικού τουρκικού κράτους, της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923.
Η
ίδρυση του σύγχρονου τουρκικού κράτους ουσιαστικά έσβησε τον παραδοσιακό
οθωμανισμό ως μια λειτουργική πολιτική ιδεολογία. Στη θέση του, οι εκτεταμένες
μεταρρυθμίσεις των κεμαλιστών προκάλεσαν μια σεισμική μετατόπιση στην τουρκική
κοινωνία: την κατάργηση του σουλτανάτου, την υιοθέτηση του λατινικού αλφαβήτου
στη θέση της αραβικής γραφής και έναν νέο νομικό κώδικα που διαμορφώθηκε
σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές αρχές – και όχι αποκλειστικά με τις ισλαμικές.
Επιπλέον,
έπειτα από αυτήν την κρίσιμη συγκυρία στην ιστορία της Τουρκίας, η Μέση Ανατολή
έζησε μια σειρά κινημάτων ανεξαρτησίας από τις αρχές έως τα μέσα του 20ού
αιώνα. Αυτά τα κινήματα ανεξαρτησίας οδήγησαν στη δημιουργία των σύγχρονων
δημοκρατιών της Αιγύπτου, της Συρίας, του Ιράκ, της Αλγερίας και της Τυνησίας,
μεταξύ άλλων. Αυτά τα νέα ανεξάρτητα περιφερειακά κράτη υιοθέτησαν ως πρότυπο
για τις κυβερνήσεις τους την εικόνα του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ.
Ως
εκ τούτου, αυτή η ιδιαίτερη ιστορική εμπειρία και κληρονομιά εξηγεί τη σημερινή
αντίσταση στο επεκτατικό, πανισλαμικό σχέδιο της Τουρκίας που εκδηλώνεται από
την Αίγυπτο, μαζί με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία. Η
διαρκώς ισχυρότερη συμμαχία της Τουρκίας με το Κατάρ και τη Μουσουλμανική
Αδελφότητα ως ένα διεθνικό κίνημα επιδεινώνει ακόμα περισσότερο τις υπάρχουσες
εντάσεις.
Ομως,
η πανισλαμιστική, νεοοθωμανική ιδεολογία της Αγκυρας ουσιαστικά διαμορφώνει
νέες διαχωριστικές γραμμές σε ολόκληρη την περιοχή – αντιπαραθέτοντας κρατικά,
εκκοσμικευμένα, δημοκρατικά πρότυπα διακυβέρνησης με την πολιτιστικά
επεκτατική, στρατιωτικοποιημένη και πανισλαμιστική εναλλακτική εκδοχή της
Τουρκίας.
Πολύ
συχνά, η ερμηνεία του νεοοθωμανισμού από τους ξένους είναι ότι οφείλεται στον
«αντιδυτικό» προσανατολισμό της Τουρκίας. Ομως ο νεοοθωμανισμός δεν προέρχεται
από μια αντίδραση προς τη Δύση. Αντανακλά πολύ περισσότερο ένα συγκεκριμένο
ιδεολογικό πρότυπο που υπάρχει στην Τουρκία. Ενώ ο Ερντογάν ενσαρκώνει σίγουρα
μια μετατόπιση στην τουρκική πολιτική, οι συνθήκες που διαμόρφωσαν την
πιθανότητα για τη μετεωρική άνοδό του στις αρχές της δεκαετίας του 2000
εγκαθιδρύθηκαν με την επανεισαγωγή του οθωμανισμού κατά τη διάρκεια της θητείας
του Τουργκούτ Οζάλ (τη δεκαετία του ’80).
Η
ανάκληση του οθωμανισμού επαναλήφθηκε αργότερα από τον υπουργό Εξωτερικών (και
ακαδημαϊκό) Αχμέτ Νταβούτογλου. Ο Νταβούτογλου υποστήριξε ότι η Τουρκία
προορίζεται να γίνει περιφερειακή ηγεμονική δύναμη, συγχωνεύοντας τον
γεωγραφικό ντετερμινισμό με την πολιτιστική επιρροή και την ιστορική διαδρομή
της Τουρκίας. Αλλά ενώ ο Νταβούτογλου υποστήριξε μια πολιτική «μηδενικών
προβλημάτων με τους γείτονες», ο Ερντογάν κατάφερε να δημιουργήσει κρίσεις με
σχεδόν όλους τους γείτονες της Τουρκίας.
Η
σύγχρονη Τουρκία διαδραματίζει έναν ρόλο διαρκώς διευρυμένο πέραν των ορίων, ως
διεθνής υπερασπιστής και υποστηρικτής της δικής της εκδοχής του ισλαμισμού. Ο
συνδυασμός τουρκικού εθνικισμού και ισλαμικής συνείδησης αναδεικνύει τη δυνατότητα
ιδεολογικής έλξης που συνοδεύει τον νεοοθωμανισμό.
Κατά τη διάρκεια
της θητείας του Ερντογάν, το τουρκικό κράτος επέλεξε το Ιδρυμα Diyanet (που
ιδρύθηκε αρχικά υπό τον Ατατούρκ για τη ρύθμιση και την ταυτόχρονη υποβάθμιση
των θρησκευτικών υποθέσεων και την προώθηση του μετριοπαθούς Ισλάμ στην πορεία
για την περαιτέρω κρατική και κοινωνική εκκοσμίκευση) ως κεντρικό παράγοντα της
τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, τοποθετώντας σε διοικητικές θέσεις ανθρώπους
του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP).
Το Ιδρυμα Diyanet ελέγχει τη
διατύπωση των κηρυγμάτων των Τούρκων ιμάμηδων παγκοσμίως και ασκεί σημαντική
επιρροή στις κοινότητες της διασποράς. Για
τον σκοπό αυτό, η Τουρκία συνεχίζει να χρηματοδοτεί την κατασκευή τζαμιών σε
ολόκληρο τον κόσμο, από τη Λατινική Αμερική και την Ευρώπη έως την Αφρική και
την Ασία – με τον ίδιο τον Ερντογάν να πρωτοστατεί συχνά στις τελετές
εγκαινίων.
Από την άνοδο του AKP και μετά, η Τουρκία ενίσχυσε και στερέωσε τους
δεσμούς της με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, φιλοξενώντας μεγάλα διεθνή φόρουμ
για τον ισλαμικό κόσμο στην Κωνσταντινούπολη.Το
τουρκικό κράτος υποστηρίζει επίσης έναν διεθνή κόμβο θρησκευτικής εκπαίδευσης
μέσω των σχολείων Imam Hatip (στα οποία ο Ερντογάν ήταν νεαρός μαθητής). Η
Τουρκία χρηματοδότησε τη συμμετοχή στα σχολεία αυτά περισσότερων από χιλίων
φοιτητών από 76 χώρες μόνο κατά την περίοδο 2014-2015.
Επιπλέον, στην Τουρκία η
θρησκευτική εκπαίδευση στα σχολεία Imam Hatip αποτελεί εθνική προτεραιότητα – η
κρατική χρηματοδότηση για τη μέση και την ανώτερη εκπαίδευση (ηλικίες 14-18
ετών) ανήλθε στα 6,57 δισεκατομμύρια τουρκικές λίρες (1,68 δισ. δολάρια) το
2018. Η Τουρκία πρόσθεσε περισσότερο από 1,3 εκατομμύριο νέους μαθητές στην
ηλικιακή ομάδα 10-14 ετών.
Σε μια δραματική ανατροπή, η Σαουδική Αραβία, η
οποία είχε καλλιεργήσει τα δικά της οράματα για τον ηγεμονικό πανισλαμισμό, πρόσφατα
επέλεξε να σταματήσει να εξάγει τη δική της Ουαχάμπι εκδοχή του Ισλάμ. Η
Τουρκία, αντιθέτως, ανέλαβε σταδιακά αυτόν τον πανισλαμικό ρόλο τα τελευταία 17
χρόνια της θητείας του Ερντογάν, αλλά με πολύ πιο επιθετικό και απερίσκεπτο
τρόπο.
Σύμφωνα
με μια διαδικτυακή έρευνα κοινής γνώμης του 2017, που πραγματοποιήθηκε σε
δώδεκα χώρες της Μέσης Ανατολής, η προώθηση του τουρκικού εθνικισμού και του
πολιτικού Ισλάμ από τον Ερντογάν φαίνεται να αποφέρει αποτελέσματα. Η μελέτη
κατέληξε στη διαπίστωση ότι «ο πρόεδρος Ερντογάν απολαμβάνει την υψηλότερη
εμπιστοσύνη μεταξύ των ερωτηθέντων, με το 40% να απαντά ότι τον εμπιστεύεται ως
θρησκευτική προσωπικότητα».
Επιπλέον,
η κυριαρχία του ΑΚΡ σε οργανώσεις όπως το Ιδρυμα Diyanet έχει θολώσει τις
γραμμές στην Τουρκία μεταξύ του επίσημου (κρατικού) Ισλάμ και του πολιτικού
Ισλάμ – «το κοινό αντιλαμβάνεται τον ισλαμισμό και την κρατική θρησκεία ως δύο
πλευρές του ίδιου νομίσματος ... [με] τους υποστηρικτές του AKP να έχουν
υψηλότερα επίπεδα εμπιστοσύνης στις γνωμοδοτήσεις (φετφάδες) του Ιδρύματος
Diyanet».
Σημαντική
εξαίρεση σήμερα είναι η Αίγυπτος, όπου η επιρροή του Ερντογάν έχει μειωθεί από
τότε που ο στρατός της χώρας υποστήριξε λαϊκές διαμαρτυρίες οι οποίες το 2013
απομάκρυναν από την εξουσία τους συμμάχους του Ερντογάν, τη Μουσουλμανική
Αδελφότητα.
Το
τουρκικό πολιτικό Ισλάμ επεκτείνεται επίσης στη διεθνή ανθρωπιστική βοήθεια
μέσω των ισλαμικών ΜΚΟ. Βλέπουμε την ενισχυμένη επιρροή της Αγκυρας ως
σημαντικού φορέα παροχής βοήθειας σε όλη τη Μέση Ανατολή και στην Αφρική. Το
πιο εμφανές παράδειγμα είναι ότι η Τουρκία έχει επενδύσει πάνω από 1
δισεκατομμύριο δολάρια για προγράμματα βοήθειας στη Σομαλία μέσω του Ιδρύματος
Diyanet και άλλων ισλαμικών οργανώσεων αρωγής.
Ενώ αυτά τα προγράμματα βοήθειας
ενισχύουν σίγουρα το προφίλ της Τουρκίας, πρέπει να σημειώσουμε ότι
συνοδεύονται από πολιτικές υποχρεώσεις. Εκτός από την κατασκευή του
«Νοσοκομείου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν» στο Μογκαντίσου, η Τουρκία έχει επίσης
κατασκευάσει στη Σομαλία τη μεγαλύτερη στρατιωτική εγκατάσταση που διαθέτει
εκτός Τουρκίας, εγκαθιδρύοντας έτσι μια σημαντική στρατιωτική παρουσία στην
Αφρική.
Αυτό
το πανισλαμιστικό, νεοοθωμανικό μοντέλο χρησιμεύει ως καταλύτης για την
αναθεωρητική προσέγγιση της Τουρκίας στη δυναμική της περιφερειακής ασφάλειας.
Για παράδειγμα, ο πρόεδρος Ερντογάν τροφοδοτεί συχνά τον αλυτρωτισμό
αμφισβητώντας τη Συνθήκη της Λωζάννης – τη συμφωνία του 1923 που θέτει τα όρια
της σύγχρονης Τουρκίας. Παίζοντας με εθνικιστικές προκαταλήψεις, ο Ερντογάν
υπονοεί ότι ο Μουσταφά Κεμάλ έκανε αδικαιολόγητες εδαφικές παραχωρήσεις στη
Συνθήκη της Λωζάννης, που υπονόμευσαν τις νόμιμες διεκδικήσεις της Τουρκίας.
Ως
εκ τούτου, η Τουρκία έχει το «δικαίωμα» να απαιτήσει επιστροφή στα εθνικά
σύνορα που ορίζεται από το σχέδιο «Misak-i Millî». Το Misak-i Millî (ή το
Εθνικό Σύμφωνο) ήταν μια στρατηγική έξι βασικών αποφάσεων που εγκρίθηκαν από το
οθωμανικό Κοινοβούλιο το 1920. Σύμφωνα με το Εθνικό Σύμφωνο, η Τουρκία
διεκδίκησε εδάφη που εκτείνονται από τη Δυτική Θράκη (τώρα μέρος της Ελλάδας)
έως την Κύπρο, τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, τμήματα της βόρειας Συρίας, το
βόρειο Ιράκ, το σύνολο της σύγχρονης Αρμενίας, τμήματα της Γεωργίας, ακόμη και
ώς το Ιράν.Η υποστήριξη της Τουρκίας σε αλλαγή καθεστώτος στη Συρία θέτει την
Αγκυρα στη δυσχερή θέση:
Να
διαχειριστεί μια διευρυνόμενη και ακριβή στρατιωτική σύγκρουση με τους Κούρδους
χωρίς να έχει μια πειστική στρατηγική εξόδου, να αρνείται τις δυτικές
κατηγορίες για τη συνενοχή της στην υποστήριξη του ISIS και να πρέπει να
ισορροπήσει ανάμεσα στην απόσυρση της Ουάσιγκτον από τη Συρία και του
αμερικανικού ενδιαφέροντος για την κατάσταση των Κούρδων.
Ομοίως, η
συνεχιζόμενη στρατιωτική παρουσία και οι επιδρομές της Τουρκίας στο βόρειο Ιράκ
και στη Συρία επιδεινώνουν τις περιφερειακές εντάσεις, ενεργοποιούν την
κουρδική αντιπολίτευση στην Τουρκία και ενισχύουν την αρνητική ιστορική μνήμη
στη Μέση Ανατολή για τον ρόλο της Τουρκίας ως αυτοκρατορικής, κατοχικής
δύναμης.
Στην
Ανατολική Μεσόγειο, η αυστηρή και αδέξια προσέγγιση της Τουρκίας σε ό,τι αφορά
τις ενεργειακές διεκδικήσεις (σχετικά με τα κοιτάσματα φυσικού αερίου στη
θαλάσσια ζώνη της Κύπρου) έχει σε μεγάλο βαθμό αποτύχει. Η Τουρκία ισχυρίζεται
ότι τυχόν ανακαλύψεις φυσικού αερίου (ή ενεργειακών πόρων) εντός της θαλάσσιας
ζώνης της Κυπριακής Δημοκρατίας πρέπει να διαμοιραστούν με την Τουρκία (και
τους Τουρκοκυπρίους). Για να επιβάλει αυτές τις διεκδικήσεις, η Αγκυρα ενίσχυσε
τη ναυτική της παρουσία στην περιοχή.
Οι
ξένοι επενδυτές στο πεδίο της ενέργειας καθώς και μεγάλοι όμιλοι βλέπουν πλέον
ολοένα και περισσότερο την Τουρκία ως εμπόδιο, αντί για εταίρο, στις εξορύξεις
από τα νέα κοιτάσματα. Αυτή η εχθρική προσέγγιση –σε συνδυασμό με την
εμπρηστική ρητορική του Ερντογάν, τις επιθετικές παραβιάσεις της Τουρκίας στον
ελληνικό εναέριο χώρο και στις θαλάσσιες ζώνες στο Αιγαίο– είχε ως αποτέλεσμα
μια αναδυόμενη συμμαχία μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ και Αιγύπτου.
Αυτές
οι χώρες συνεργάζονται όλο και περισσότερο σε ενεργειακά ζητήματα, στον
τουρισμό και στα θέματα ασφάλειας / άμυνας και στρέφονται σε μεγάλο βαθμό ενάντια
στη συγκρουσιακή προσέγγιση της Τουρκίας στην περιοχή.Κοιτώντας προς το μέλλον,
η πανδημία του κορωνοϊού θα μετατοπίσει προσωρινά την προσοχή των μέσων μαζικής
ενημέρωσης από τις κρίσεις στη Συρία και στη Λιβύη, καθώς και από τα προβλήματα
που σιγοβράζουν στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ομως,
η εξελισσόμενη πανδημία μπορεί στην πραγματικότητα να ωθήσει περαιτέρω την
Τουρκία στο πανισλαμιστικό, νεοοθωμανικό ιδεολογικό της πρότυπο, καθώς η Αγκυρα
προσπαθεί να εκτρέψει την εσωτερική κριτική και να «εξαγάγει» τα προβλήματά
της. Με την οικονομική υποστήριξη του Κατάρ, η επικίνδυνη εξωτερική πολιτική
της Τουρκίας ανατρέπει την περιφερειακή δυναμική. Τον Ιανουάριο του 2020, ο
Ερντογάν δημοσίευσε ένα άρθρο ισχυριζόμενος ότι «ο δρόμος προς την ειρήνη στη
Λιβύη περνάει από την Τουρκία».
Αντί να επιδιώκει να αποδυναμώσει τις εντάσεις
σε μια ήδη ασταθή κατάσταση, η Τουρκία, αντίθετα, συνήψε συμφωνία «θαλάσσιων
συνόρων» με ισλαμιστές στη Λιβύη, που προκάλεσε την οργή των βασικών
περιφερειακών παραγόντων (π.χ. Αίγυπτος, Ισραήλ και Ελλάδα), καθώς και της
Ευρωπαϊκής Ενωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών.
Εικόνες
χιλιάδων προσφύγων που προσπαθούν να περάσουν από την Τουρκία στην Ελλάδα (οι
οποίοι ενθαρρύνονται να το κάνουν από τον ίδιο τον Ερντογάν) καταδεικνύουν τον
καταστροφικό χαρακτήρα των ανεύθυνων πολιτικών της Αγκυρας. Αν δεν ελεγχθεί, η
πανισλαμική, νεοοθωμανική ιδεολογία της Τουρκίας θα συνεχίσει να συμβάλλει στο
μέλλον στις περιφερειακές εντάσεις και στην αστάθεια.
Αλλά
προτού οι Δυτικοί παράγοντες μπορέσουν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά αυτό το
φαινόμενο, πρέπει πρώτα να αναγνωρίσουν την ύπαρξή του. Ταυτόχρονα, μια
πανισλαμική, νεοοθωμανική ιδεολογία θα πρέπει να απασχολήσει εξίσου την Κίνα, η
οποία έχει βασικά συμφέροντα και επενδύσεις στην περιοχή.
Οι
αποσταθεροποιητικές ενέργειες της Τουρκίας μπορούν να οδηγήσουν μόνο σε μια
περαιτέρω αύξηση της αβεβαιότητας στις σχέσεις Πεκίνου - Αγκυρας, που
βρίσκονται ήδη σε προβληματικό έδαφος. Είναι σαφές ότι οι συνέπειες του
επισφαλούς ιδεολογικού προτύπου της Τουρκίας θέτουν σε κίνδυνο όχι μόνο την
ευρύτερη περιοχή πέριξ της Αγκυρας, αλλά ταυτόχρονα δημιουργούν παγκόσμια
διλήμματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου