Στους καύσωνες των τελευταίων ημερών καμία από τις λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ δεν δούλεψε. Ο λόγος είναι πάρα πολύ απλός. Αν δούλευαν θα επιβάρυναν περαιτέρω τα οικονομικά της επιχείρησης σε μια περίοδο όπου αυτή προσπαθεί να ορθοποδήσει. Και όμως κάποιοι δήθεν “οικολογίζοντες” σε νησιά συνεχίζουν να ενοχλούνται από την θέα της ανεμογεννήτριας στο απέναντι βουνό αλλά όχι από το φουγάρο της ΔΕΗ στις περιοχές όπου αυτή διατηρεί ακόμη ρυπογόνες μονάδες.
Οι ίδιοι είναι οι πρώτοι που θα
επαναστατούσαν αν καλούνταν να πληρώσουν το πραγματικό κόστος του συμβατικού
ρεύματος το οποίο καταναλώνουν και το οποίο σήμερα επιδοτείται με εκατοντάδες
εκατομμύρια το χρόνο από όλους τους καταναλωτές προκειμένου να απολαμβάνουν την
ίδια τιμή ρεύματος με τους υπόλοιπους. Μισές αλήθειες και ψέματα για το λιγνίτη
κυριαρχούν ακόμη στο δημόσιο διάλογο. Κάποιοι ισχυρίζονται ακόμη και ότι το
πάλαι ποτέ εθνικό μας καύσιμο παραμένει φθηνό. Τίποτα πιο αναληθές.
Το επιχείρημα αυτό βασίζεται στο
γεγονός ότι κατά το παρελθόν το ρεύμα από λιγνίτη ήταν όντως φθηνότερο έναντι
των άλλων τεχνολογιών, ωστόσο έκτοτε μεσολάβησαν δύο παράγοντες. Η επιβάρυνση
της λιγνιτικής κιλοβατώρας με το κόστος του CO2 και ότι τα τελευταία χρόνια η
πρόοδος της τεχνολογίας μείωσε δραστικά το κόστος της πράσινης κιλοβατώρας.
Μόνο στα φωτοβολατικά αυτή μειώθηκε
κατά 90% την τελευταία δεκαετία. Σε σημερινά επίπεδα το κόστος παραγωγής από
λιγνίτη κινείται σταθερά στα 90-100 ευρώ η μεγαβατώρα, όταν το αντίστοιχο από
φυσικό αέριο είναι 50-55 ευρώ, ενώ για τα νέα φωτοβολταικά και αιολικά είναι
μεταξύ 40- 60 ευρώ. Τα νούμερα δείχνουν ότι οι λιγνιτικές μονάδες θα έπρεπε να
έχουν κλείσει χθες. Η ΔΕΗ ζημιώνεται από αυτές κατά 300 εκατ ευρώ το χρόνο.
Διατηρούνται ανοικτές μέχρι το 2023 μόνο και μόνο για να τακτοποιηθεί στο
μεταξύ το ζήτημα με τις μετακινήσεις του προσωπικού σε άλλες θέσεις.
Το επιχείρημα αυτό βασίζεται στην
λογική ότι μεγάλες ανεπτυγμένες οικονομίες, όπως η Γερμανία επέλεξαν μια πιο
αργή απανθρακοποίηση (2038), άρα θα έπρεπε και η Ελλάδα να ακολουθήσει το ίδιο
παράδειγμα. Η απάντηση είναι ότι η ποιότητα του άνθρακα ή του λιθάνθρακα που
παράγουν εκείνοι είναι πολύ ανώτερη από τον δικό μας λιγνίτη. Η θερμογόνος
δύναμη του άνθρακα είναι 6.000 kcal και του λιθάνθρακα 2.500 kcal, όταν του ελληνικού
λιγνίτη είναι μόλις 1.200 kcal. Αποτέλεσμα, το τελικό κόστος για εκείνους να
είναι περίπου 40-50 ευρώ / Mwh, ενώ για εμάς μεταξύ 90-100 ευρώ/ Mwh.
Επίσης πρόκειται για ψέμα, όπως
αποδεικνύουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ καθώς η συνεχής μείωση των εισοδημάτων και
η αύξηση της ανεργίας συντελείται εδώ και πάνω από δεκαετία στην περιοχή. Η
“μονοκαλλιέργεια” του λιγνίτη έχει αρχίσει να φθίνει τουλάχιστον από το 2010.
Στην πραγματικότητα η απολιγνιτοποίηση στην Ελλάδα σήμερα έχει μπει στην τελική
της φάση.
Από το 2011 μέχρι σήμερα έχει κλείσει
το 30% των μονάδων της Δ.Μακδονίας, δηλαδή έξι από τις συνολικά δεκαέξι της
περιοχής. Άλλες 4 μονάδες, οι δύο της Καρδιάς και οι δύο του Αμυνταίου είναι
γνωστό ότι κλείνουν τον Σεπτέμβριο του 2020 και μέσα στο 2021 αντίστοιχα, καθώς
έχουν εξαντλήσει κατά πολύ τα χρονικά όρια λειτουργίας τους. Και αυτό είχε
μάλιστα αποφασιστεί από την προηγούμενη κυβέρνηση. Εν ολίγοις η κατάσταση έχει
ως εξής:
Το 2008 η παραγωγή της ΔΕΗ από
λιγνίτη ήταν 32 GW όταν στα τέλη του 2019 δεν ξεπέρασε τα 10 GW. Φέτος θα είναι
ακόμη χαμηλότερη. Για την ιστορία, το 2008 οι μονάδες της ΔΕΗ έκαιγαν 50-60
εκατ τόνους λιγνίτη όταν το 2019 η ποσότητα αυτή δεν ξεπέρασε τους 12 τόνους.
Δύο επιλογές έχει στην ουσία η κυβέρνηση. Να κλείσει τα μάτια, να μην κάνει τίποτα και να περιμένει μέχρι το 2035 και 2040 ή να κοιτάξει το πρόβλημα, να αναζητήσει ένα σχέδιο για την επόμενη ημέρα, να περάσει στην “πράσινη” εποχή και ας στεναχωρηθούν όσοι δεν θέλουν να τους κόβει τον ορίζοντα η ανεμογεννήτρια, αλλά δεν ανησυχούν για τις ασθένειες που συνεχίζει να συσσωρεύει ο λιγνίτης στην Δ.Μακεδονία και την Μεγαλόπολη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου