Δευτέρα 2 Μαρτίου 2015

ΠΕΡΙ «ΚΩΛΟΤΟΥΜΠΑΣ»

 

Κρίνοντας την ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ προεκλογικά και μετεκλογικά, υπήρξε αναμφίβολα μια εμφανής μεταστροφή στον τρόπο και στην ένταση προβολής των αιτημάτων προς τους δανειστές. Ο πολιτικός του λόγος έγινε αισθητά πιο μετριοπαθής.

Η εξαγγελλόμενη «ρήξη» αναδιατυπώθηκε ως «ανάγκη για εξεύρεση κοινής λύσης», το «τέλος της τρόικας» έφερε στη θέση της τους «θεσμούς» και το «κούρεμα» του χρέους υποκαταστάθηκε με το αίτημα για διηνεκή ομόλογα, ρήτρες ανάπτυξης και ήδη την τετράμηνη επέκταση της κύριας Σύμβασης χρηματοπιστωτικής διευκόλυνσης. Κωλοτούμπα;    

Tο πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε η πολιτική ρητορική και αργότερα αποδομήθηκε, έχει καθοριστική σημασία. Η διαπραγματευτική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ δεν ξεκίνησε την ημέρα που ορκίστηκε ως κυβέρνηση, αλλά πολύ πριν τις εκλογές. Κι αυτό διότι η πολιτική αντιπαράθεση προεκλογικά δεν έγινε «κεκλεισμένων των θυρών» ,αλλά υπό το βλέμμα, το ενδιαφέρον και την αγωνία των Ευρωπαίων εταίρων. Με απλά λόγια, εφαρμόστηκε η βασική αρχή της διαπραγμάτευσης, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η διεκδίκηση υψηλών στόχων προκειμένου να επιτευχθούν οι πλέον εφικτοί.

Επομένως, σε μια πρώτη φάση διεκδίκησης και μέσα σ’ ένα κλίμα αδιάλλακτου πολιτικού αυταρχισμού, δεν βλέπω πώς θα μπορούσαν να τεθούν υπό αμφισβήτηση οι όροι της δανειακής σύμβασης, αν η Ελλάδα ξεκινούσε από μια συγκαταβατική και μετριοπαθή αφετηρία. Εξάλλου, την ίδια ακριβώς  μαξιμαλιστική πολιτική ακολούθησε και η Γερμανία, χρησιμοποιώντας ως δική της αφετηρία διαπραγμάτευσης το «Grexit».         

Δεν πρέπει, ωστόσο, να αγνοούμε το δικαιολογημένο αίσθημα πικρίας ή και «προδοσίας» που νιώθουν όσοι ψήφισαν με κριτήριο τις προεκλογικές δηλώσεις ή όσοι προσδοκούν μια σύγκρουση μετωπική. Στο σημείο αυτό, ας λάβουμε υπόψη πως η κυβέρνηση έλαβε διπλή εντολή:

α)Να προσπαθήσει να αναθεωρήσει τους όρους της δανειακής σύμβασης προς το επωφελέστερο για την Ελλάδα, και

β)υπό τον όρο της παραμονής της χώρας πάση θυσία στην ΟΝΕ. Κι ενώ η πρώτη εντολή μπορεί να χαρακτηριστεί «ελαστική», καθόσον η κυβέρνηση στην προσπάθεια διεκδίκησης μιας πιο επωφελούς σύμβασης έχει την δυνατότητα να περιορίσει ή να μεταβάλει τη λίστα με τα αιτήματα της, η δεύτερη εντολή παρουσιάζεται άκρως «ανελαστική», αφού δεν δημιουργεί περιθώρια ελιγμών: Ναι ή όχι στο ευρώ.

Αυτές οι δύο εντολές είναι προφανές πως όχι μόνο αλληλοσυγκρούονται, αλλά η δεύτερη αποδυναμώνει προκαταβολικά την πρώτη. Γιατί όταν ο απέναντι γνωρίζει εκ των προτέρων πόσο απέχει η πλάτη σου από τον τοίχο, το «σπρώξιμο» θα είναι ανάλογο… Δεν θεωρώ ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προκάλεσε τη διπολική αυτή εντολή.

Προφανώς όμως την υιοθέτησε και την υποστήριξε. Ο ΣΥΡΙΖΑ λειτούργησε ως εκφραστής ενός κοινωνικού αιτήματος που είχε ως κύριο σημείο αναφοράς την απογοήτευση από την προηγούμενη πολιτική εκπροσώπηση και τη βαθιά οικονομική και ανθρωπιστική κρίση. Το αίτημα αυτό εκπορεύθηκε μέσα από μια μη προσανατολισμένη λαϊκή αντίδραση, εκφράστηκε ως ανάγκη για αλλαγή, αλλά δεν απέκτησε ποτέ συγκεκριμένη κατεύθυνση.

Mέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η κυβέρνηση παρουσιάζεται ανίσχυρη στο να μεταβάλει το πολιτικό τοπίο στην Ευρώπη.  Είναι γεγονός πως ο ΣΥΡΙΖΑ βγήκε ηττημένος από το τελευταίο Eurogroup. H στάση των εταίρων δεν φαίνεται να αλλάζει και η τετράμηνη παράταση δεν θα επιφέρει κανένα ουσιαστικό όφελος εάν η κυβέρνηση δεν καταφέρει να άρει τη βάση των εκβιασμών, η οποία είναι μία και μοναδική.

Το νόμισμα. Οι εξελίξεις δείχνουν πως δεν μπορούμε να πετύχουμε ταυτόχρονα δύο στόχους σε μια «συσκευασία». Υπό τους όρους αυτούς, το μοναδικό δίλημμα που τίθεται είναι: συνέχιση της δανειακής σύμβασης με τους συνοδευτικούς όρους περί λιτότητας ή κατάργηση του μνημονίου κι επιστροφή στο εθνικό νόμισμα; 

Ένα τέτοιο δίλημμα, που αναπόφευκτα θα μεταφέρει την ευθύνη στους πολίτες, είναι το μόνο που μπορεί να εγγυηθεί πως δεν θα υπάρξουν πολιτικές «μανούβρες». Ίσως, λοιπόν, είναι η αδυναμία των πολιτών να συνειδητοποιήσουν και να απαντήσουν ένα τέτοιο ερώτημα που οδηγεί στις κυβερνητικές «κωλοτούμπες».
 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου