Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

ΚΑΜΙΑ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΛΑΜΙΚΗ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

Αμερικανοί και Ευρωπαίοι, εγκλωβισμένοι στο παιχνίδι των γεωπολιτικών ανταγωνισμών, υποτίμησαν ανεπίτρεπτα τη θρησκευτική – πολιτισμική εχθρότητα του ισλαμικού φονταμενταλισμού προς τη Δύση και τον δυτικό τρόπο ζωής.

Οι πολύνεκρες συνδυασμένες τρομοκρατικές επιχειρήσεις στο Παρίσι ήρθαν με δραματικό τρόπο να υπογραμμίσουν αυτό που οι δυτικές κυβερνήσεις και η δυτική κοινή γνώμη έχουν την τάση να υποτιμούν: δεν είναι αντιμέτωπες με μεμονωμένες επιθέσεις, οι οποίες αραιά και πού ταράζουν την καθημερινότητα στις μεγαλουπόλεις της Ευρώπης. Πρόθεση της ισλαμικής τρομοκρατίας είναι όχι απλώς να τη διαταράξει, αλλά με όπλο τη διάχυση του φόβου να την αλλοιώσει. 

Τα δείγματα γραφής είναι πολλά για να υποβαθμιστεί το μήνυμά τους. Μετά την εμβληματική επιχείρηση εναντίον της Δύσης την 11η Σεπτεμβρίου 2001, το 2004 στη Μαδρίτη και το 2005 στο Λονδίνο, είχαμε πολύνεκρες τυφλές επιθέσεις. Τις πρώτες ημέρες του 2015 είχαμε την αιματηρή επίθεση εναντίον του γαλλικού σατιρικού περιοδικού «Charlie Hebdo», η οποία συνδυάστηκε με κάποιες άλλες μικρότερης κλίμακας. Μόλις τον περασμένο Αύγουστο ένας Ελληνοαμερικανός και δύο Αμερικανοί στρατιώτες εμπόδισαν την τελευταία στιγμή τζιχαντιστή με καλάσνικοφ που ήταν έτοιμος να σκορπίσει τον θάνατο σε τρένο.

Σε αντίθεση με άλλες κατηγορίες τρομοκρατών, που διατηρούν κάποιου είδους ηθικούς φραγμούς, η ισλαμική τρομοκρατία δεν έχει την παραμικρή αναστολή. Η πυροδότηση του απόλυτου μίσους καταλύει όλους τους περιορισμούς που η ανθρωπότητα έχει στην πορεία της Ιστορίας θέσει για τους τρόπους διεξαγωγής των εχθροπραξιών. Η ισλαμική τρομοκρατία δεν έχει ηθικούς ενδοιασμούς για τις απώλειες αθώων. Από τη στιγμή που οι ίδιοι οι δράστες θεωρούν ότι θυσιάζονται για έναν ιερό σκοπό δεν διστάζουν να συμπαρασύρουν στον θάνατο αμάχους, ακόμα και μικρά παιδιά.

Το 2002 είχαμε την πολύνεκρη έκρηξη στο τουριστικό Μπαλί της Ινδονησίας. Το 2003 είχαμε τα δύο ζεύγη βομβιστικών επιθέσεων στην Κωνσταντινούπολη. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις μεταξύ των θυμάτων ήταν και μουσουλμάνοι. Οσοι τις σχεδίασαν και τις εκτέλεσαν απέδειξαν ότι θεωρούν αναλώσιμους ακόμη και ανύποπτους ομόθρησκούς τους που έτυχε να βρίσκονται στον τόπο των εκρήξεων. Οπως προαναφέραμε, την επόμενη χρονιά το μέτωπο του ασύμμετρου αυτού πολέμου μεταφέρθηκε στο εσωτερικό της Ευρώπης. Ηταν ένα μήνυμα ότι όποια ευρωπαϊκή χώρα είχε ευθυγραμμιστεί με την κυβέρνηση Μπους θα γινόταν στόχος.

Παραλλήλως, αντίστοιχες επιθέσεις δέχτηκαν η Ρωσία (η αιματηρή κατάληψη του σχολείου στη Βόρεια Οσετία το 2004 και οι πολύνεκρες επιθέσεις των Τσετσένων στη Μόσχα) και η Ινδία (η αιματηρή επίθεση Πακιστανών τρομοκρατών στη Βομβάη το 2008). Κοινός παρονομαστής είναι ότι όλες αυτές οι επιθέσεις εντάσσονται στον «ιερό πόλεμο» (τζιχάντ) εναντίον όχι κάποιων κυβερνήσεων, αλλά εναντίον κοινωνιών.Η ισλαμική τρομοκρατία αντλεί από τη δεξαμενή του ισλαμικού φονταμενταλισμού, ο οποίος είναι η ακραία εκδοχή του σουνιτικού Ισλάμ. 

Μία εκδοχή που κερδίζει συνεχώς έδαφος στο μουσουλμανικό τόξο που αρχίζει από το Μαρόκο και τη Νιγηρία και φτάνει μέχρι τις Φιλιππίνες. Υπενθυμίζουμε ότι το Ισλάμ είναι η θρησκεία του 1/5 των κατοίκων της Γης. Αμερικανοί και Ευρωπαίοι, εγκλωβισμένοι αφενός στο παιχνίδι των γεωπολιτικών ανταγωνισμών, αφετέρου στον οριενταλισμό τους (βλέπουν την Ανατολή με δυτικούς παραμορφωτικούς φακούς), υποτίμησαν ανεπίτρεπτα τη θρησκευτική-πολιτισμική εχθρότητα του ισλαμικού φονταμενταλισμού προς τη Δύση και τον δυτικό τρόπο ζωής.

Στην πραγματικότητα, η ισλαμική τρομοκρατία αντιπροσωπεύει μία ασύμμετρη απειλή που παραπέμπει σε πόλεμο πολιτισμών. Εξ ου και το φαινόμενο δεν αποτελεί πτυχή του παραδοσιακού γεωπολιτικού ανταγωνισμού. Μπορεί ορισμένες φορές να διασυνδέεται με αυτόν, αλλά τακτικά και όχι στρατηγικά. Για τους τζιχαντιστές εχθρός δεν είναι μόνο οι φορείς και οι μηχανισμοί ενός κράτους. Εχθρός είναι τα ιδεολογικά και αξιακά παρακλάδια του Διαφωτισμού, αλλά και κάποια κράτη-κοινωνίες που έχουν ανακηρυχθεί εχθροί. Η χρήση κάθε μέσου που καλλιεργεί τον τρόμο στον εχθρό είναι θεμιτή. 

Γι’ αυτό και δεν διστάζουν να καταφεύγουν τόσο στην τυφλή μαζική βία, όπως οι πρόσφατες επιθέσεις, όσο και στην τελετουργική βία, όπως οι βιντεοσκοπημένοι αποκεφαλισμοί. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πολιτική σπάνια από μόνη της οδηγεί σε τόσο ακραίες συμπεριφορές. Στη συγκεκριμένη περίπτωση καθοριστικό ρόλο παίζουν η ύπαρξη του θρησκευτικού υπόβαθρου και η νομιμοποιημένη από το Ισλάμ έννοια του «ιερού πολέμου». Αυτό δεν σημαίνει ότι αιτία της ισλαμικής τρομοκρατίας είναι το θρησκευτικό δόγμα. 

Μια τέτοια ταύτιση θα ήταν όχι μόνο άτοπη, αλλά και επικίνδυνη. Από την άλλη πλευρά, όμως, εθελοτυφλούν όσοι στο όνομα της πολιτικής ορθότητας αρνούνται την ύπαρξη οποιασδήποτε σχέσης μεταξύ των δύο. Δεν είναι τυχαίο, π.χ., ότι κανένας Σέρβος δεν πραγματοποίησε επίθεση αυτοκτονίας, παρότι η χώρα του βομβαρδίστηκε και ταπεινώθηκε από τις δυτικές δυνάμεις. Οπως δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι αιματηρές επιθέσεις των τζιχαντιστών γίνονται δεκτές με ικανοποίηση, αν όχι με ενθουσιασμό, από δεκάδες εκατομμύρια απλούς μουσουλμάνους σε όλο τον κόσμο. Η τάση ριζοσπαστικοποίησης των απανταχού μουσουλμάνων τροφοδοτεί τον ισλαμικό φονταμενταλισμό και αυτός με τη σειρά του την ισλαμική τρομοκρατία.

Δεδομένου ότι οι τρομοκράτες κινούνται στους κύκλους των φονταμενταλιστών σαν τα ψάρια στο νερό, έχουν εξασφαλίσει έναν ζωτικό χώρο αφενός κάλυψης και ενίοτε προστασίας, αφετέρου αναπαραγωγής τους και στο ιδεολογικό επίπεδο και στο επίπεδο της στρατολόγησης. Είναι άλλωστε εξαιρετικά δυσχερής η διάκριση ανάμεσα σε έναν φανατικό φονταμενταλιστή και έναν επίδοξο τρομοκράτη. Δεν είναι, όμως, μόνο αυτό. Οπως αποδεικνύουν τα γεγονότα, ενώ η πρώτη γενιά μουσουλμάνων μεταναστών είναι κατά κανόνα νομιμόφρων και εργάζεται σκληρά για να ριζώσει, η δεύτερη και η τρίτη έχουν συχνά την τάση να ριζοσπαστικοποιηθούν. 

Το σύνηθες είναι η προσχώρηση στον ισλαμικό φονταμενταλισμό και ενίοτε στην ισλαμική τρομοκρατία. Το πολιτισμικό χάσμα που χωρίζει τον μουσουλμανικό κόσμο από τη Δύση και το παρελθόν της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας έχει δημιουργήσει το υπόβαθρο μιας αντιπαράθεσης. Την τάση ριζοσπαστικοποίησης των απανταχού μουσουλμάνων τις τελευταίες δεκαετίες, όμως, τροφοδότησαν αποφασιστικά οι σχετικά πρόσφατες επεμβάσεις της Δύσης και το αίσθημα ταπείνωσης που αυτές προκαλούν. Υπενθυμίζουμε ότι η επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 λειτούργησε ως καταλύτης για να τεθεί σε εφαρμογή η νεοσυντηρητική στρατηγική για την αναμόρφωση της Μέσης Ανατολής, η οποία είχε εκπονηθεί και δημοσιευτεί αρκετά χρόνια πριν. 

Ετσι, μετά τη στρατιωτική επέμβαση εναντίον των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν το 2001 είχαμε τη στρατιωτική επέμβαση εναντίον του Σαντάμ Χουσεΐν. Η απρόσμενη αντίσταση που συνάντησαν στο Ιράκ δεν επέτρεψε στον πρόεδρο Μπους να κάνει και τα επόμενα βήματα, να δρομολογήσει δηλαδή αντίστοιχες στρατιωτικές επεμβάσεις στη Συρία και στο Ιράν. Οταν, όμως, ξέσπασε το κίνημα της «Αραβικής Ανοιξης», η Δύση άδραξε την ευκαιρία για να ανατρέψει το καθεστώς Ασαντ στη Συρία, ενισχύοντας ποικιλοτρόπως τους αντιπάλους του, οι οποίοι κατά κανόνα είναι τζιχαντιστές.

Με την ίδια ελαφρότητα, η Δύση ανέτρεψε με στρατιωτική δράση το καθεστώς στη Λιβύη παρότι ο Καντάφι ουσιαστικά της είχε πλήρως παραδοθεί. Σήμερα, η Λιβύη έχει μετατραπεί σε μαύρη τρύπα και η Συρία σε πεδίο ατελείωτων πολεμικών συγκρούσεων. Το αποτέλεσμα είναι διπλό:

Πρώτον, έχουν γιγαντωθεί οι προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές, φέρνοντας την Ευρώπη αντιμέτωπη με μία μη διαχειρίσιμη πρόκληση.

Δεύτερον, ως αντίδραση ενισχύεται ο ισλαμικός φονταμενταλισμός και κατ’ επέκταση η δεξαμενή από όπου αντλεί η ισλαμική τρομοκρατία.

Με τις επιθέσεις της, η ισλαμική τρομοκρατία επιδιώκει να προκαλέσει έναν ακήρυχτο πόλεμο πολιτισμών για να υποχρεώσει τον μουσουλμανικό κόσμο να περιχαρακωθεί και να εισέλθει μαζικά σε τροχιά αντιπαράθεσης και σύγκρουσης με τη Δύση. Παρά τις αντιστάσεις που υπάρχουν στις μουσουλμανικές κοινωνίες, θα ήταν σφάλμα να υποτιμηθεί η επιρροή του ισλαμικού φονταμενταλισμού στη συλλογική συνείδησή τους. Ταυτοχρόνως, οι πολύνεκρες και κατά κανόνα φαντεζί επιθέσεις των τζιχαντιστών μεγιστοποιούν την πολιτικοψυχολογική επίπτωση στη δυτική κοινή γνώμη. 

Λόγω της τεράστιας κάλυψης από τα διεθνή ΜΜΕ αφήνουν βαθύτερη σφραγίδα. Προκαλούν μεγάλο θόρυβο και ακόμα μεγαλύτερη ανασφάλεια. Οι Δυτικοί τείνουν να πιστέψουν ότι η ισλαμική τρομοκρατία είναι ικανή να πλήξει στόχους όπου και όποτε θέλει. Η ισλαμική τρομοκρατία δεν έχει επιδείξει μόνο φαντασία και πρωτοτυπία στις μεθόδους, αλλά και ένα πρωτοφανές για τα μέτρα του μουσουλμανικού κόσμου επίπεδο επιχειρησιακής οργάνωσης και πειθαρχίας. 

Και σ’ αυτό έχει συμβάλει η νέα γενιά τζιχαντιστών, η οποία έχει γεννηθεί ή εκπαιδευτεί στη Δύση και μπορεί να κινείται άνετα στους κόλπους της. Ο Mπιν Λάντεν είχε δηλώσει ότι εφεξής ο δυτικός κόσμος δεν θα μπορεί να κοιμάται ήσυχος. Πράγματι, η διάχυτη αόρατη απειλή μετατρέπει τους ανθρώπους στις δυτικές μεγαλουπόλεις σε έρμαια του φόβου και κατ’ αυτό τον τρόπο αποσταθεροποιεί την καθημερινότητά τους. Με άλλα λόγια, η ισλαμική τρομοκρατία είναι πρωτίστως εργαλείο ψυχολογικού πολέμου.

Η νέα γενιά τζιχαντιστών, που έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, διευρύνει πολύ τις επιχειρησιακές δυνατότητες του ισλαμικού τρομοκρατικού δικτύου. Οπως αποδεικνύουν τα γεγονότα, τροφοδοτεί και ένα κύμα διάσπαρτων -μικρής κλίμακας- επιθέσεων εναντίον απροστάτευτων στόχων. Τέτοιες επιθέσεις έχουν ήδη λάβει χώρα στη Γαλλία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Είναι προφανές ότι, εάν γενικευτούν, θα διαμορφώσουν ένα εφιαλτικό κλίμα μαζικής ανασφάλειας, το οποίο εκ των πραγμάτων θα διαταράξει την καθημερινότητα και θα λειτουργήσει ως καταλύτης για τη συρρίκνωση των δημοκρατικών ελευθεριών. 

Μάλιστα δεν αποκλείεται καθόλου να προκληθεί ένα κύμα ρατσιστικών επιθέσεων εναντίον απλών μουσουλμάνων και βεβαίως να διογκωθεί η επιρροή των ξενοφοβικών κομμάτων. Ολα δείχνουν, πάντως, ότι το μοντέλο της πολυπολιτισμικής κοινωνίας έχει εισέλθει σε βαθιά κρίση. Ενώ η πρώτη γενιά μουσουλμάνων μεταναστών είναι κατά κανόνα νομιμόφρων και εργάζεται σκληρά για να ριζώσει, η δεύτερη και η τρίτη έχουν συχνά την τάση να ριζοσπαστικοποιηθούν. 

Το σύνηθες είναι η προσχώρηση στον ισλαμικό φονταμενταλισμό και ενίοτε στην ισλαμική τρομοκρατία. Παρά την αντιτρομοκρατική εκστρατεία που οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους εξαπέλυσαν αμέσως μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 εναντίον της, η οργάνωση του Μπιν Λάντεν επιβίωσε κυρίως επειδή δεν λειτουργεί ως πυραμιδοειδής ιεραρχικός μηχανισμός.  Στην πραγματικότητα, είναι η ομπρέλα ενός πλήθους ένοπλων ισλαμικών οργανώσεων που είναι διεσπαρμένες σε όλο σχεδόν τον μουσουλμανικό κόσμο και οι οποίες δρουν αποκεντρωμένα. 

Είναι, όμως, και το σημείο αναφοράς αυτοσχέδιων ομάδων φανατικών ισλαμιστών, οι οποίοι επιδιώκουν να μιμηθούν τη δράση των «ηρώων» τους και να γίνουν κι αυτοί μάρτυρες. Η «Αλ Κάιντα» προσφέρει στις τοπικές οργανώσεις την ιδεολογικοπολιτική πλατφόρμα και σε αρκετές περιπτώσεις την τεχνογνωσία του τρόμου και χρηματικούς πόρους. Σημαντική πηγή παραμένει το δίκτυο των μουσουλμανικών οργανισμών και φιλανθρωπικών ταμείων που χρηματοδοτεί αφειδώς η Σαουδική Αραβία. Ενα τμήμα αυτών των χρημάτων διοχετεύεται μέσα από πολυδαίδαλα κανάλια στη χρηματοδότηση της ισλαμικής τρομοκρατίας.

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου