Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Ο ΝΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑΙΟΣ... ΜΟΝΟ!

 

Γινόμαστε συντηρητικότεροι. Άρα γινόμαστε συντηρητικοί. Με τρόπο κυνικό, θαρρείς χαιρέκακο κάποιες στιγμές. Για μας, αλλά περισσότερο για τους αδικημένους, τους άτυχους του κόσμου, τους οποίους έτσι, καταδικάζουμε σε βαθύτερη και πιο οριστική απώλεια ελπίδας. Η στασιμότητα, βλέπεις, εκείνους τραυματίζει βαρύτερα. Γινόμαστε συντηρητικοί. Εγώ. Εσύ. Οι φίλοι μας. Η γενιά μας. Μέρα με τη μέρα. Κάθε μέρα. Και το κάνουμε, θαρρώ, μ’ ένα παιδιάστικο και ταυτόχρονα αυτάρεσκο πείσμα. Ίσως δεν γίνεται αλλιώς. Δεν μας παίρνει να είναι λάθος αυτή η επιλογή. Αυτή η φορά δεν έχει πισωγύρισμα. 

Στενεύουν τα περιθώρια. Στενεύουν αλήθεια τα περιθώρια; Έχουμε ένα αίολο (το προτιμώ από το έωλο) αυθαίρετο καμάρι για την κοινωνική μας εναρμόνιση, ένα αίσθημα εθελοτυφλούσας ανακούφισης για την εξομοίωση και υπαγωγή μας στην κοινωνικά ορθή ταμπέλα. Στην κάθε ετοιμοπαράδοτη ταμπελίτσα που μας εξασφαλίζει μια θέση στην πλευρά των κατεστημένων πλειονοτήτων. Σύζυγος, οικογενειάρχης, γονιός, επαγγελματίας, επιστήμονας, ειδικός, φορολογούμενος πολίτης με δικαιώματα, φιλελεύθερος, αριστερός (ναι υπάρχουν και πολλοί τέτοιοι συντηρητικοί), χριστιανός, και πάει λέγοντας. Και φοβάμαι πως ο κατάλογος με τα ταμπελάκια έχει αρχή αλλά δεν έχει τέλος. 

Μα καμιά από τις έννοιες αυτές δεν είναι εξ ορισμού συντηρητική. Γίνονται, όταν ως τίτλοι προηγούνται του περιεχομένου. Όταν το περιεχόμενο ούτε καν έπεται. Είναι ανύπαρκτο. Γίνονται, όταν δεν απαιτούν καμία συνέχεια, καμία συνέπεια. Όταν έχουν καταντήσει κενές νοήματος αυθύπαρκτες αξίες. Κλισέ ετικέτες που αθώα, συνήθως χτισμένες πάνω σε ευγενείς και θεάρεστες προθέσεις, αναπαράγουν όλα τα καθιερωμένα στερεότυπα και τις δοσμένες από πριν σταθερές του κοινού μας βίου. 

Ενός προ-ορισμένου πλέον βίου που καταργεί ή υπονομεύει κάθε απόπειρα δράσης και ανατροπής υπέρ ενός δικαιότερου κόσμου. Μα το μέτρο της ζωής, πολύ αμφιβάλλω αν το ορίζουν οι μέσοι όροι και οι βολεμένες πλειονότητες. Εδώ οι στατιστικές είναι το άλλοθι. Αλλιώς πάει το μέτρημα σ’ αυτά. Αλήθεια γιατί «την πατάμε» έτσι; Είναι τότε που κοντοστεκόμαστε μια στιγμή. Κοιτάμε γύρω. Η μεγάλη συλλογική επανάσταση που ονειρευτήκαμε, που θ’ άλλαζε τον κόσμο, δεν ήρθε. Θαρρείς και υπήρχε ποτέ περίπτωση να ’ρχόταν έτσι μαγικά, μόνη της, απρόσκλητη, απρόκλητη! Μετά, φοβηθήκαμε όσο δε φανταζόμασταν την προσωπική επανάσταση, την ατομική ανατροπή που ίσως να είναι η πιο αυθεντική λύση. 

Και τελικά αφεθήκαμε με χαρά, μ’ ένα κούφιο αίσθημα λύτρωσης, στο έτοιμο, στο προαποφασισμένο, στις προκάτ απαντήσεις που αποκρίνονται σε σικέ ερωτήσεις. Και το τελευταίο καταφύγιό μας είναι πλέον η ψευδεπίγραφη και ρηχή ιδεολογικοποίηση της παραίτησης με ηθικολογούσες και ετοιματζίδικες αρχές. Είναι τόσο εντυπωσιακή και αμείλικτη η γοητεία που μας ασκούν η μερικότητα, η κλειστότητα, ο «τακτοποιημένος» μικρόκοσμος. Υποκύπτουμε παραδομένοι σε μια ήττα μεταμφιεσμένη σε νίκη. Σε μια καταδίκη που υποκρίνεται την επιτυχία, την ευτυχία και συχνά την αγάπη (εδώ χωράει πολλή κουβέντα).

Άραγε κάθε επιλογή μας, μικρότερη ή μεγαλύτερη, κάθε ηθελημένη ή μη συστέγασή μας σε δοσμένες εκ των προτέρων ομαδοποιήσεις, μας ανοίγει στον κόσμο; Στη φύση; Στο όλον; Στο άρρητο και το άγνωστο; Στο πιθανό αλλά αβέβαιο; Στο ερωτηματικό στοιχείο που καθένας κουβαλάει; Ή μήπως μας κλείνει περαιτέρω; Μήπως κάθε βήμα, μας αποκλείει περισσότερο και από περισσότερα; Γινόμαστε συντηρητικότεροι. Άρα γινόμαστε συντηρητικοί. Με τρόπο κυνικό, θαρρείς χαιρέκακο κάποιες στιγμές. Για μας, αλλά περισσότερο για τους αδικημένους, τους άτυχους του κόσμου, τους οποίους έτσι, καταδικάζουμε σε βαθύτερη και πιο οριστική απώλεια ελπίδας. Η στασιμότητα, βλέπεις, εκείνους τραυματίζει βαρύτερα.

Γινόμαστε συντηρητικοί. Εγώ. Εσύ. Οι φίλοι μας. Η γενιά μας. Μέρα με τη μέρα. Κάθε μέρα. Και το κάνουμε, θαρρώ, μ’ ένα παιδιάστικο και ταυτόχρονα αυτάρεσκο πείσμα. Ίσως δεν γίνεται αλλιώς. Δεν μας παίρνει να είναι λάθος αυτή η επιλογή. Αυτή η φορά δεν έχει πισωγύρισμα. Στενεύουν τα περιθώρια. Στενεύουν αλήθεια τα περιθώρια; Έχουμε ένα αίολο (το προτιμώ από το έωλο) αυθαίρετο καμάρι για την κοινωνική μας εναρμόνιση, ένα αίσθημα εθελοτυφλούσας ανακούφισης για την εξομοίωση και υπαγωγή μας στην κοινωνικά ορθή ταμπέλα.

Στην κάθε ετοιμοπαράδοτη ταμπελίτσα που μας εξασφαλίζει μια θέση στην πλευρά των κατεστημένων πλειονοτήτων. Σύζυγος, οικογενειάρχης, γονιός, επαγγελματίας, επιστήμονας, ειδικός, φορολογούμενος πολίτης με δικαιώματα, φιλελεύθερος, αριστερός (ναι υπάρχουν και πολλοί τέτοιοι συντηρητικοί), χριστιανός, και πάει λέγοντας. Και φοβάμαι πως ο κατάλογος με τα ταμπελάκια έχει αρχή αλλά δεν έχει τέλος. Μα καμιά από τις έννοιες αυτές δεν είναι εξ ορισμού συντηρητική. Γίνονται, όταν ως τίτλοι προηγούνται του περιεχομένου. Όταν το περιεχόμενο ούτε καν έπεται. Είναι ανύπαρκτο. Γίνονται, όταν δεν απαιτούν καμία συνέχεια, καμία συνέπεια. Όταν έχουν καταντήσει κενές νοήματος αυθύπαρκτες αξίες. 

Κλισέ ετικέτες που αθώα, συνήθως χτισμένες πάνω σε ευγενείς και θεάρεστες προθέσεις, αναπαράγουν όλα τα καθιερωμένα στερεότυπα και τις δοσμένες από πριν σταθερές του κοινού μας βίου. Ενός προ-ορισμένου πλέον βίου που καταργεί ή υπονομεύει κάθε απόπειρα δράσης και ανατροπής υπέρ ενός δικαιότερου κόσμου. Μα το μέτρο της ζωής, πολύ αμφιβάλλω αν το ορίζουν οι μέσοι όροι και οι βολεμένες πλειονότητες. Εδώ οι στατιστικές είναι το άλλοθι. Αλλιώς πάει το μέτρημα σ’ αυτά.

Αλήθεια γιατί «την πατάμε» έτσι; Είναι τότε που κοντοστεκόμαστε μια στιγμή. Κοιτάμε γύρω. Η μεγάλη συλλογική επανάσταση που ονειρευτήκαμε, που θ’ άλλαζε τον κόσμο, δεν ήρθε. Θαρρείς και υπήρχε ποτέ περίπτωση να ’ρχόταν έτσι μαγικά, μόνη της, απρόσκλητη, απρόκλητη! Μετά, φοβηθήκαμε όσο δε φανταζόμασταν την προσωπική επανάσταση, την ατομική ανατροπή που ίσως να είναι η πιο αυθεντική λύση. Και τελικά αφεθήκαμε με χαρά, μ’ ένα κούφιο αίσθημα λύτρωσης, στο έτοιμο, στο προαποφασισμένο, στις προκάτ απαντήσεις που αποκρίνονται σε σικέ ερωτήσεις.

Και το τελευταίο καταφύγιό μας είναι πλέον η ψευδεπίγραφη και ρηχή ιδεολογικοποίηση της παραίτησης με ηθικολογούσες και ετοιματζίδικες αρχές. Είναι τόσο εντυπωσιακή και αμείλικτη η γοητεία που μας ασκούν η μερικότητα, η κλειστότητα, ο «τακτοποιημένος» μικρόκοσμος. Υποκύπτουμε παραδομένοι σε μια ήττα μεταμφιεσμένη σε νίκη. Σε μια καταδίκη που υποκρίνεται την επιτυχία, την ευτυχία και συχνά την αγάπη (εδώ χωράει πολλή κουβέντα).

Άραγε κάθε επιλογή μας, μικρότερη ή μεγαλύτερη, κάθε ηθελημένη ή μη συστέγασή μας σε δοσμένες εκ των προτέρων ομαδοποιήσεις, μας ανοίγει στον κόσμο; Στη φύση; Στο όλον; Στο άρρητο και το άγνωστο; Στο πιθανό αλλά αβέβαιο; Στο ερωτηματικό στοιχείο που καθένας κουβαλάει; Ή μήπως μας κλείνει περαιτέρω; Μήπως κάθε βήμα, μας αποκλείει περισσότερο και από περισσότερα;



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου